~Αρχάγγελος Ουριήλ, δεσποινίς μου~

352 83 74
                                    

𝐸𝓁𝒾𝒶𝓃𝒶

Δεύτερη βραδιά στο πατρικό της μαμάς και απέχω ένα ανέκδοτο μακριά από το να κόψω φλέβες και να συναντήσω τον Λούσιφερ πιο νωρίς απ' ότι πρέπει. Είναι σκέτος εφιάλτης εδώ μέσα και η κακοκαιρία δεν με βοηθάει καθόλου. Γίνεται σάλος εκεί έξω και επειδή ζούμε σε ένα σπίτι με ετοιμοθάνατους γέρους, η τηλεόραση είναι εκτός για να δω ειδήσεις· με λίγα λόγια στα σκουπίδια πριν δέκα χρόνια. Είπαν πως η φασαρία ενοχλούσε την γιαγιά.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξαπλώνω πίσω στον καναπέ, τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο μου να καθρεπτίζει πόσο ενοχλημένη είμαι. Ο μόνος λόγος που κάνω υπομονή και αγνοώ τον θείο Μάρκο, τον θείο Χρήστο, την 98-χρονη γιαγιά μου και την νοσοκόμα της που παίζουν μπιρίμπα στο τραπέζι δείπνου, είναι επειδή ο Λούσιφερ μού υποσχέθηκε ότι θα έρθει να με βρει και να μου πει τι γίνεται με τον Άντι.

Οι γονείς μου από την άλλη έφυγαν λίγες ώρες αφού με έφεραν. Ο μπαμπάς ήταν πολύ τσιτωμένος και με το ζόρι χαμογελούσε. Εφόσον δεν τον έχω δει ποτέ έτσι, φρόντισα να τον παρακολουθώ και τον βρήκα να καπνίζει το τέταρτο τσιγάρο του-με βάση τις πεταμένες γόπες που είχε γύρω του ήδη-έξω στην πισίνα. Απέφυγε να συνεχίσει οποιαδήποτε συζήτηση μαζί μου και μάλιστα δεν με κοιτούσε καν· πέταξε την γόπα στην πισίνα, φίλησε το μέτωπο μου και έφυγε.

Ξεφυσάω αργά και όσο και να προσπαθώ να με πείσω ότι όλα είναι καλά, δεν είναι. Ανησυχώ. Βασικά πεθαίνω από την ανησυχία. Οι γονείς μου δεν με έχουν τηλεφωνήσει, ο Λούσιφερ δεν με έχει βρει, ο Άντι είναι άφαντος, έχω χάσει το αγαπημένο μου σουτιέν-νομίζω πως το κρατάει ο θείος Χρήστος στα κρυφά και αλήθεια δεν θέλω να ξέρω γιατί-και νιώθω πως έχω εγκλωβιστεί σε γηροκομείο με τους τέσσερις πιο βαρετούς ανθρώπους στο πλανήτη.

Κοιτάω το κινητό μου για πολλοστή φορά, με την ελπίδα ότι έτσι θα προλάβω να απαντήσω άμεσα σε όποιον με πάρει, αλλά είναι μάταιο. Με έχουν παρατήσει εδώ και σίγουρα τρέχουν να σώσουν τον κόσμο χωρίς εμένα. Μάλλον έχουν βγει σε κανέναν μπαρ, τα πίνουν και περνούν καλά, ενώ εγώ έχω φάει τόσο πολύ τα νύχια μου από το άγχος που θα ξεκινήσω να τρώω και τα δάχτυλα μου. Θα καταντήσω να είμαι μόνο ένα μάτι στο τέλος.

Πετάγομαι όρθια από τον καναπέ και κοιτάω το πακέτο με τα τσιγάρα του θείου Χρήστου που έχει παρατήσει στο τραπεζάκι. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά να δω άμα έστω έχουν προσέξει ότι υπάρχω κι εγώ, αλλά τίποτα· συνεχίζουν το παιχνίδι μπιρίμπας σαν να μην υπάρχει αύριο... ή έλεος. Σοβαρά φωνάζουν και βρίζουν πάρα πολύ για γέροι που είναι. Παίρνω το πακέτο και βγαίνω έξω από το σπίτι για να πάω στην πισίνα.

#17 Τρόποι Διασκέδασης [#17ΤΔ] [ON HIATUS]Where stories live. Discover now