|Κεφάλαιο 74|

1K 63 60
                                    

Θελωντας και μη ο Γουόλτερ έμπαινε στη ζωή μου ξανά, με το μοναδικό του φασιστικό τρόπο. Όπως τότε. Ήταν συνεχώς, απασχολημένος με τον μικρό, εμένα με το ζόρι έριχνε την θαλασσένια ψυχρή ματιά του.

Για άλλη μια φορά στη ζωή μου, με είχε κάνει κουρέλι. Όπου και αν πήγαινα, ότι και αν έλεγα, ακόμη και ότι σκεφτόμουν είχε πρώτα την ιδέα του, τη χροιά και το άκουσμα του και την εικόνα του. Είχα αναλωσει τόσα χρόνια στο πως και το γιατί του πολέμου που μόνος του είχε κηρύξει εναντίον όλων όσων με πλησίαζαν, και τόσα χρόνια αργότερα είναι ο ίδιος που φλερτάρει με την ιδέα να με μαυρίσει δύο ξύλο.

Μία δυστυχή και αδύναμη στις προκλήσεις ήταν η ψυχή του Γουόλτερ. Όσο δυνατός, γραμμωμένος και αλύγιστος φαίνεται τόσο ψύχραιμος, υγιής και λογικός δεν είναι. Ο Γουόλτερ όχι μόνο λύγισε, αλλά οι ψυχωσεις του τον έσπασαν και δεν θα σταματήσουν ποτέ να τον ωθούν στο δικό του μοναδικά εγκεφαλικό γκρεμό όπου μόνο μια ανάσα τον κράτα μακριά από την τρελα του. Τι είναι άλλωστε εκείνος; Μια αδύναμη ψυχή που περιφέρεται σε διαδρόμους τρέλας και παράνοιας, αναζητώντας ένα κίνητρο είτε για να βγάλει τις ψυχωσεις της προς τα έξω με κάθε δυνατό τρόπο, ή σαν θάλασσα μετά από φουρτούνα να ηρεμήσει και να ρέει ήσυχα και σιωπηλά.

Τι ήταν άλλωστε ο Γουόλτερ; Ένας χιλιοβασανισμένος άνθρωπος που ερωτεύτηκε εμένα, μια εντελώς λάθος προσωπικότητα. Ξεκίνησε από τη χώρα του και σαν κατακτητής πίεσε τη μαύρη του αυταρχική μπότα στο λαιμό της πόλης μας, εγώ σαν μαγνήτης απέφυγα να τον απαρνηθώ τα πράσινα του μάτια. Βυθίστηκα σε αυτά, τα ερωτεύτηκα και τέλος πνιγηκα μέσα σε αυτά. Και συνεχίζω, ύστερα από τόσα χρόνια να πνίγομαι μέσα τους και να ζητώ απεγνωσμένα μια βοήθεια. 

25 Νοεμβρίου 1950, Νέα Υόρκη.
Σήμερα μετά από αρκετό καιρό ήμουν σε πρωινή βάρδια μαζί με τον κύριο Γουίνστον. Η Μαρλίν ύστερα από τη δεύτερη γέννα δεν ξαναήρθε για δουλειά. Έτσι έμεινα με την αγαπημένη μου Σάρον να διαλέγουμε τα υπέροχα υφάσματα που είχαμε προμηθευτεί τις προηγούμενες μέρες.

-Θέλω σήμερα να βάλετε όλη σας την τέχνη μου κορίτσια, είπε ο κύριος Γούινστον ο οποιος έπινε τον καφέ του και διάβαζε την εφημερίδα του στο μικρό σαλονάκι που κοσμούσε το κατάστημα.

-Όπως πάντα πατέρα, είπε και του χαμογέλασε η Σάρον.

-Περιμένουμε μια πολύ μεγάλη πελάτισσα, είπε. Ίσως τη μεγαλύτερη που είχαμε τον τελευταίο καιρό.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now