|Κεφάλαιο 14|

1.3K 78 3
                                    

Ετρεξα πιο γρήγορα από όσο πίστευα ότι μπορούσα.

Να τους προλάβω. Να προλάβω να τους δω.

Αυτό τριγυρνούσε στο κεφάλι μου, κάνοντας τα μάτια μου να ρίχνουν ανεξέλεγκτα δάκρυα.

Όταν έφτασα στο πατρικό μου, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Χτυπούσα ξανά και ξανά και δεν μου άνοιγε ή απάνταγε κανείς.

-Κυρία Ιατρού, ακούστηκε μια αδύναμη φωνή από πίσω μου.

Γύρισα και είδα μια γειτόνισσα να στέκεται από τη μέσα μεριά της εξωπορτάς της. Ήταν μια νεαρή, γύρω στα δεκαέξι η οποία σταμάτησε να πηγαίνει στο παρθεναγωγείο. Σταμάτησε δηλαδή να τη φέρνει ο πατέρας της. Άλλο φασισταριό και αυτό.

-Ψάχνετε την οικογένεια Λεβίδη; ρώτησε.

-Ξέρεις που είναι; ρώτησα με λαχτάρα και έπιασα τα κάγκελα της εξώπορτας.

-Φύγανε κυρία, είπε. Όταν ανακοίνωσαν για την απογραφή, μετά από λίγο φύγαν όλοι.

-Που πήγαν; ρώτησα. Άκουσες;

-Οχι δυστυχώς, είπε. Αλλά δεν μπορεί να πήγαν πολύ μακριά. Οι Γερμανοί τους έχουν στην μπούκα.

-Πάλι με τους παλιοεβραίους μιλάς εσύ; ακούστηκε η τρομακτική φωνή του πατέρα της από μέσα.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά εμφανίστηκε και η μορφή του στην πόρτα.

-Σας παρακαλώ μην πείτε τίποτα, κου ψιθύρισε σχεδόν κλαίγοντας.

-Κυρία Κωνσταντινίδη, είπε έκπληκτος. Με συγχωρείτε, που σας παρομοίασα με εκείνα τα αποβράσματα. Αλλά έχω πει στην κόρη μου να μην τους μιλάει, ούτε να τους μιλάει.

-Εγώ ήμουν τελικά, είπα και χαμογέλασα αναγκαστικά ξεροβήχοντας. Έκανα μια ερώτηση στην κόρη σας και έφευγα αμέσως.

-Συγχαρητήρια που αναλάβατε τα καθήκοντα της διευθύντριας κυρία Ιατρού, είπε και μου χαμογέλασε.

-Να στε καλά, είπα. Αντίο.

Γύρισα την πλάτη και έτρεξα κατευθείαν σπίτι της θείας Ελένης. Μακάρι να ήταν εκεί, ήταν η μόνη μου ελπίδα.

Έφτασα σπίτι όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν μπορούσα να περιμένω. Μπήκα στον κήπο και άνοιξα την πόρτα τη κουζίνας. Ευτυχώς η θεία Ελένη ήταν εκεί.

-Με τρόμαξες, είπε και έβαλε το χέρι της στο στερνό της.

-Θεία πες μου ότι είναι εδώ, είπα έντρομη. Τους ψάχνω.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now