|Κεφάλαιο 16|

1.4K 79 4
                                    

Σκούρα τα πράγματα. Η ζωή μου, δεν ήταν ποτέ κανονική. Ήλπιζα μεγαλώνοντας να γίνει, αλλά που. Ερωτευμένη με τον εχθρό και ταυτόχρονα να θέλω να ξεφύγω από αυτόν μαζί με την οικογένεια μου.

Τη μία ήθελα να τον πνίξω που βασάνιζε τόσους συμπολίτες μας, μαζί και τα αδέρφια μου και τον πατέρα μου, από την άλλη έκανα παθιασμένο έρωτα μαζί του γυρνώντας στα πρόβληματα μου την πλάτη και αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Και ο κατακτητής εκεί. Να πιέζει αδιάκοπα την δερμάτινη μπότα στο σβερκο της Ελλάδας. Πήραν τους άρρενες της κοινότητας μας και τους έστειλαν σε καταναγκαστική εργασία δύο μέρες αργότερα. Η μητέρα μου και η αδερφή μου είναι ράκος, μαζί και εγώ.

Περιμένουμε τον ταχυδρόμο να μας φέρει κάποιο γράμμα που να μας επιβεβαιώνει ότι είναι καλά. Αν και εμείς ξέρουμε, όσο και να προσπαθεί να μας πείσει ο αρχιραββίνος. Ξέρουμε ότι δεν είναι καλά. Εμείς θέλουμε να ξέρουμε, όμως, αν θα επιστρέψει σε μας.

Λίγο καιρό αργότερα, με τη βοήθεια κάποιων μαθητών του αρρεναγωγείου, έφτασα στη συναγωγή μετά από πολύ καιρό. Δεν ένιωθα οικεία, ούτε άνετα. Δεν μπορούσα να κοιτάξω κανέναν τους στα μάτια. Όχι επειδή απαρνήθηκα την καταγωγή μου, αυτό ήταν το λιγότερο πλέον. Νόμιζα ότι αν τους κοιτάξω, θα καταλάβουν την απιστία στο γάμο μου και την Ελλάδα.

Μπήκα μέσα και κοίταξα τη μητέρα μου. Όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου, σταμάτησε να κλαίει και γούρλωσε τα μάτια της. Την πλησίασα, ενώ όσοι με αντικρίζανε δεν λέγανε τίποτα. Την αγκάλιασα σφικτά και έπιασα το χεράκι της μικρής Μύριαμ. Η μητέρα μου, μου έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα μαλλιά. Μου φίλησε το μέτωπο και μου το έδωσε.

-Δεν σου πηγαίνει το μαύρο, είπε. Όπως ούτε η θλίψη.

-Μου λείπουν πολύ, είπα και δαγκωσα τα χείλη μου για να μην δακρύσω.

-Θα γυρίσουν, είπε και μου εσφιξε το χέρι. Είναι λιοντάρι ο πατέρας σου, αντέχει τα πάντα. Το ίδιο και τα αδέρφια σου, που έχουν λιγότερα χρόνια. Θα τα καταφέρουν.

Ειχα βαρεθεί να κλαίω. Το είχα σιχαθεί.

-Μαμά, είπα. Έχω κάνει κάτι που δεν με τιμά.

-Τι εννοείς; ρώτησε.

-Δεν τον αγαπάω τον Ιωάννη, είπα. Δεν θέλω να τον βλέπω μπροστά μου.

-Λογικό είναι, ψιθύρισε και εσφιξε τη μπουνιά της από τα νεύρα της. Θα βρούμε τρόπο να σε πάρουμε από κει πέρα και θα παντρευτείς κάποιον καλό και τίμιο άντρα, μετά τον πόλεμο, που να είστε ομόθρησκοι.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now