|Κεφάλαιο 26|

1.1K 81 6
                                    

"Αγαπητή φίλη Αθήνα,
Ελπίζω όλα στη ζωή σου να πηγαίνουν καλά. Να είσαι εσύ, βασικά, καλά. Δεν γνωρίζω πότε και αν λάβεις αυτό το γράμμα, όμως θέλω να ξέρεις ότι είσαι η μοναδική σανίδα σωτηρίας αυτή τη στιγμή. 

Η ζωή μου κάθε μέρα είναι και πιο περίπλοκη. Τουλάχιστον για την ώρα ξεφορτώθηκα τον Ιωάννη. Όταν ο Γούολτερ έμαθε ότι είμαι Εβραια, τότε σιγουρευτηκα ότι έπρεπε να φύγω, σε συνδυασμό με την απαίτηση του Ιωάννη να κάνουμε παιδί. Ξεκίνησα να ταξιδεύω μαζί με την αδερφή μου και τη μητέρα μου για να γλυτώσουμε, όμως ο Γούολτερ με βρήκε και με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο με βρήκε και με απέτρεψε. Μένω μαζί του και κρύβομαι εδώ, ενώ η μητέρα μου με την αδερφή μου κρύβονται στο ουζερί που πλέον εργάζομαι. Ευτυχώς δεν έρχεται ο Ιωάννης εκεί, έχει άλλο καπηλειό που συχνάζει.

Τώρα τη δεδομένη στιγμή που σου γράφω, ο αδερφός μου ο μικρός αγνοείται. Με βρήκε με τη ρόμπα σπίτι του Λοχαγου και τον πλήγωσε βαθιά. Εσύ με καταλαβαίνεις περισσότερο, έχοντας έναν αδερφό που μισεί με όλο του την Γερμανική μπότα σε όλες τις μορφές.

Περιμένω την απάντηση σου οπότε ευκαιρισεις, γιατί ξέρω ότι και σε σας τα πράγματα έχουν στενέψει αρκετά. Ο Θεός μαζί σου καλή μου, να σε κρατάει ασφαλής.

Η καρδιακή σου φίλη,
Εύα Κωνσταντινίδη"

Το δίπλωσα προσεκτικά και το έβαλα μέσα σε έναν φάκελο. Ντύθηκα γρήγορα και έβαλα ένα μαντήλι στο κεφάλι μου. Σχεδόν τρέχοντας και προσπαθώντας να μην κινήσω υποψίες με τις κινήσεις μου και τα κλάματα μου έφτασα στο ουζερί. Μπήκα από την πίσω πόρτα αλλά δεν ήταν κανείς, ενώ ήταν ξεκλείδωτα. Το μόνο που άκουγα ήταν ένα μπουζούκι να παίζει μια μινόρε μελωδία.

Άνοιξα την πόρτα της κουζίνας και βγήκα στη σάλα του μαγαζιού. Αντίκρισα τον Ανδρέα να κάθεται σε μια καρέκλα και να παίζει, ενώ στο στόμα του κρεμόταν ένα τσιγάρο. Όταν τα μάτια του αντίκρισαν τα, γεμάτα δάκρυα, δικά μου γουρλωσαν απότομα. Παράτησε με προσοχή το μπουζούκι και ήρθε προς το μέρος μου.

-Τι κάνεις εδώ; ρώτησε. Δεν σου είπα να μην φύγεις από το σπίτι του;

-Ανδρέα νομίζω θα τρελαθώ, είπα και μου ξέφυγε ένας δυνατός λυγμός. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον.

Εκείνος έτρεξε να τραβήξει τις κουρτίνες, μιας και ήταν ακόμη κλειστό το μαγαζί.

Ο Λιποτάκτης των SS.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα