|Κεφάλαιο 61|

703 65 12
                                    

24 Δεκεμβρίου 1945, Νέα Υόρκη.
Απο το πρωί ήμασταν σπίτι της Μαρλίν με το μωρό και τη βοηθούσα με το τραπέζι και το χώρο. Αποφασίσαμε ότι θα ήταν καλύτερο για τα παιδιά μας το τραπέζι των Χριστουγέννων να γίνει σπίτι της, αντί στου κυρίου Γουινστον και όλοι να μας βρήκαν σύμφωνους.

Κάποια στιγμή προς το μεσημέρι το κουδούνι της πόρτας χτύπησε ταραζοντας μας από την αγωνία.

-Ήρθε κιόλας η Σάρον;, ρώτησε και σκούπισε τα χέρια της στη πόδια που φορούσε. Άνοιξε σε παρακαλώ, αν δεν σου κάνει κόπο. Έχω αναλάβει το ζυμάρι.

Της χαμογέλασα και σταμάτησα να γυαλιζω τα πιάτα από τα σερβίτσια που θα έβγαζε. Έφτιαξα λίγο τη σινιον μου και άνοιξα την πόρτα. Στο κατώφλι της περίμενε ένας πανύψηλος άνδρας μελαχρινός με σκούρα ματιά, με μουστάκι και ντυμένος με στρατιωτική στολή.

-Γειά σας, είπε και με κοίταξε περίεργα αφήνοντας κάτω το σάκο που κουβαλούσε. Η Μαρλίν;

-Είναι μέσα κύριε, είπα και του χαμογέλασα. Πρέπει να είστε ο...

-Ναι, με διέκοψε. Είστε η νέα οικιακή βοηθός;

-Όχι, απάντησα. Μια φίλη της. Και συνάδελφος. Εύα Λεβί, χάρηκα.

Εκείνος χαμογέλασε και μου εσφιξε το χέρι. Πήρε το σάκο και αφού παραμερησα μπήκε μέσα στο σπίτι.

-Περιμένετε εδώ, είπα. Θα τη φωνάξω.

-Αφήστε δεσποινίς, είπε και έβγαλε το καπέλο του αφήνοντας το πάνω στον καλόγερο θέλω να της κάνω έκπληξη.

Βάδισε μέχρι την κουζίνα και εγώ τον ακολούθησα από πίσω. Η πλάτη της κοιτούσε προς το μέρος μας.

-Ποιος ήταν τελικά;, ρώτησε αλλά δεν γύρισε να μας κοιτάξει.

-Κανείς, απάντησα ύστερα από το νόημα που μου έκανε ο σύζυγος της.

-Μα άργησες, είπε. Άκουσα κουβέντες.

-Ηταν όντως κάποιος, απαντησα και γέλασα.

-Ποιος ήταν επιτέλους;, ρώτησε και ξεφυσηξε εκνευρισμένη.

-Εγώ, απάντησε στη θέση μου ο Νειτ.

Η κουτάλα που είχε στα χέρια της έπεσε κάτω και εκείνη γύρισε απότομα άναυδη.

-Νειτ;, ρώτησε και κρατήθηκε από τον πάγκο για να μην πέσει. Εσύ είσαι;

Εκείνος χαμογέλασε και πήγε προς το μέρος της.

-Ολόκληρος, είπε με βραχνή φωνή.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now