|Κεφάλαιο 71|

782 65 38
                                    

Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Κοιτούσα το φεγγάρι να λάμπει εκεί πάνω στον ουρανό, που φαινόταν από το παράθυρο.

Το πρωί σηκώθηκα με το ζόρι να ετοιμαστώ, δεν είχε χαράξει ακόμη ο ήλιος. Κανείς, μα κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει ότι κάτι μου συμβαίνει. Θα μου ήταν δηλαδή πολύ δύσκολο να εξηγήσω. Ακόμη και στη Μαρλίν, ακόμη περισσότερο αφότου πήρα την απόφαση να προχωρήσω στη ζωή μου με τον Νέιθαν.

Καθώς ετοίμαζα πρωινό, με μια ελαφριά μουσική να παίζει στο ραδιόφωνο στην κουζίνα, ήμουν χαμένη στη σκέψη μου. Με τούτα και με εκείνα κατάφερα και να κόψω το δάχτυλο μου και να αφήσω τη βρύση ανοιχτή χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Ο θυμός μου έβραζε περισσότερο από την κατσαρόλα με το νερό που ετοιμαζόμουν να βάλω στο μάτι.

-Καλημέρα παιδί μου, ακούστηκε η φωνή του κυρίου Γουίλσον από πίσω μου.

Ο ηλικιωμένος τράβηξε την καρέκλα μορφάζοντας ελαφρώς από πόνο.

-Καλημέρα, είπα και σβέλτη τον σερβιρα καφέ. Πως είστε σήμερα κύριε Γουίλσον;

-Μία χαρά αν εννοείς την υγεία μου, είπε χαμογελώντας. Η μέση μου με πονάει απίστευτα.

-Μην ανησυχείτε με είχε μάθει η μητέρα μου ένα ζεστό ρόφημα με βότανα, είπα. Θα σας το φτιάξω μόλις γυρίσω.

-Μόνο στο Ντάινερ δεν είσαι σήμερα;, ρώτησε.

-Μάλιστα, απάντησα. Αργά το βράδυ.

Γύρισα πίσω στην ετοιμασία του πρωινού και την ταυτόχρονη προετοιμασία για το μεσημεριανό. Είχα στο μυαλό μου, να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

-Εσύ παιδί μου πως είσαι σήμερα;, ρώτησε.

-Καλά είμαι, απάντησα αόριστα.

-Για κοίτα με λίγο, είπε.

Γύρισα και τον κοίταξα και εκείνος εσμιξε τα φρύδια του.

-Είσαι σίγουρα καλά;, ρώτησε με επιμονή.

-Μάλιστα, απάντησα. Απλά είχα αϋπνίες σήμερα.

Αφού σιγουρεύτηκα ότι το πρωινό ήταν αρκετό και για να φάει ο Ισαάκ όταν ξυπνούσε και η προετοιμασία του μεσημεριανου φαγητού είχε τελειώσει, έτρεξα πάνω να αλλάξω και να φύγω.

-Που πας;, ρώτησε ο κύριος Γουίλσον ο οποίος διάβαζε χαλαρός την εφημερίδα που μας αφήνουν στην εξώπορτα κάθε πρωί.

-Πάω να αγοράσω τα βότανα, είπα και χαμογέλασα άβολα.

Εκείνος γέλασε ελαφρά και ύψωσε πάλι την εφημερίδα προς το πρόσωπό του. Σχεδόν έτρεξα, μετά την έξοδο μου από το σπίτι, για να καταφέρω να φτάσω στο κατάστημα. Ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν εκεί, και πήγαινα σαν τυφλή. Το ένιωθα ότι θα ήταν εκεί.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now