|Κεφάλαιο 22|

1.2K 86 18
                                    

Μπήκαμε στο στάβλο και ήταν άδειος. Ευτυχώς, όμως, είχε αρκετά άχυρα και μια μικρή σόμπα που ζέσταινε τα ζώα παλιά. Ο Γούολτερ πήγε έξω και έφερε ξύλα για να ανάψει τη φωτιά και να καταφέρει τουλάχιστον η Μυριαμ να κοιμηθεί.

-Δεν ξέρω τι συμβαίνει, μουρμούρισε η μάνα μου.

Ο Λοχαγός πλησίασε και έδωσε το παλτό του για να σκεπαστεί η Μυριαμ. Ύστερα έδωσε ένα μάλλινο στη μητέρα μου και σε μένα έδωσε το σακάκι του.

-Κοιμηθείτε τώρα, είπε. Πρέπει να είστε κουρασμένες.

Ξαπλωσαμε όλες μαζί δίπλα στη σόμπα. Πίστευα ότι και ο Λοχαγός θα έπεφτε τις ύπνο, όμως βρισκόμασταν στην ίδια κατάσταση. Τα μάτια μας δεν μπορούσαν να κλείσουν, ούτε το μυαλό μας να ηρεμήσει.

Σηκώθηκα και έριξα το σακάκι του στους ώμους μου. Ειρωνικό να φοράει ένα τέτοιο σακάκι μια Εβραία, έτσι; Πλησίασα την πόρτα και την άνοιξα σιγά σιγά. Ο Γούολτερ στεκόταν με πλάτη στην πόρτα και κάπνιζε. Φορούσε μόνο το πουκάμισο του και τις τιράντες, πράγμα που με εξόργισε.

-Μήπως να πάρεις το σακάκι; ρώτησα.

Εκείνος δεν μου έριξε ούτε βλέφαρο. Σαν να μην με άκουσε, σαν να μην υπήρχαν καθόλου. Αλλά με είχε ακούσει, με είχε δει έστω και με την άκρη του ματιού του και ήξερε ότι ήμουν εκεί. Φυσηξε ένας δυνατός άνεμος και αναριγησα, κάνοντας με να δακρύσω πολύ πιο εύκολα.

-Δεν αντέχω άλλο να με αγνοείς, είπα. Προτιμώ να με λες βρωμοεβραια από το να μην με κοιτάς καν.

-Δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ, είπε. Είναι ολόκληρο βασανιστήριο.

Ξεκόλλησε την πλάτη του από τον τοίχο και γυρνώντας μου την πλάτη συνέχισε να καπνίζει, προχωρώντας μπροστά.

-Γούολτερ, είπα.

-Σε παρακαλώ πήγαινε να κοιμηθείς, είπε. Δεν θέλω να συζητήσω τίποτα.

Τα πόδια μου ξεκίνησαν να περπατάνε προς το μέρος του μόνα τους. Όπως και τα χέρια μου, χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω, άνοιξαν και αγκάλιασαν τη μέση του σφιχτά. Μου έφυγε ένας λυγμός πολύ δυνατός.

-Σε ευχαριστώ για αυτό που κάνεις για εκείνες, είπα.

Τα κρύα χέρια του άγγιξαν απαλά τα δικά μου, αφού πρώτα πέταξε το τσιγάρο.

-Για σένα το έκανα, ψιθύρισε. Για κανέναν άλλο. Δεν νοιάζομαι κανέναν άλλο.

-Τον Ντίνο γιατί τον σκότωσες; ρώτησα.

Ο Λιποτάκτης των SS.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα