Κεφάλαιο 5

2.4K 235 9
                                    

Lauren

Ακούω διάφορες φωνές, μα δεν μπορώ να διακρίνω σε ποιον ή ποια ανήκουν. Παρά μόνο ότι μερικές φορές είναι γυναικείες και άλλοτε αντρικές. Τα βλέφαρα μου είναι βαριά, ενώ το σώμα μου παρόλο που δεν κουνιέται με πονάει. Βασικά, πονάει πολύ. Παλεύω με τον ίδιο μου τον εαυτό να ανοίξω τα βλέφαρα μου, να κουνήσω έστω και για λίγο το σώμα μου αλλά τίποτα…ακόμη και το να εστιάσω την προσοχή μου στα άτομα που συζητούν είναι δύσκολο. Τι έπαθα; Που είμαι; Γιατί αισθάνομαι ζωντανή και νεκρή; H Samantha…ναι αυτή!

[…]

«Ψυχή μου…» μια γυναικεία κουρασμένη και γεμάτη λυγμούς φωνή ακούγεται να λέει. Θεέ μου, η μητέρα μου. Τι έχει; Γιατί κλαίει; Μα γιατί έχει έρθει να με δει, υποτίθεται δεν μου μιλάει, υποτίθεται έχουμε τσακωθεί επειδή παντρεύτηκα τον Anthony. «Ξύπνα αγάπη μου, άνοιξε τα μάτια σου. Δεν αντέχω άλλο αυτή την αναμονή παιδί μου. Εγώ και ο Benείμαστε χάλια εδώ και δύο μέρες, μην μας αφήνεις άλλο σε αυτή την κατάσταση. Σε παρακαλώ.» 2 μέρες; 2 μέρες είμαι ‘’ζωντανή-νεκρή’’; Θεέ μου. Ο Ben; Σιγά μην είναι χάλια για εμένα. Αφού δεν με συμπαθεί, δεν τον συμπαθώ… Και στο κάτω, κάτω μαμά γιατί είσαι εσύ εδώ; Που είναι ο άντρας μου; Αλήθεια, που είναι ο Anthony; Γαμώτο, τι εννοούσε αυτή η γυναίκα;

[…]

Επιτέλους τα βλέφαρα μου ανοίγουν, αντικρίζω το σε γήινα χρώματα δωμάτιο που νοσηλεύομαι. Δεν είναι κρύο, άχρωμο και συνηθισμένο. Αντίθετα, είναι γεμάτο λουλούδια πολλών χρωμάτων, ενώ στον δερμάτινο καναπέ που υπάρχει στην γωνία βρίσκεται αποκοιμισμένη η μητέρα μου. Με το λίγο που την βλέπω μπορώ να καταλάβω πως είναι καταρρακωμένη. Το πρόσωπο της χλωμό, ενώ η στάση που το σώμα της προσπαθεί να βολευτεί, έτσι όπως κάθεται σε κάνει να καταλάβεις ότι είναι κουρασμένη όσο δεν πάει.

Κοιτάω για λίγο και εμένα. Μια λευκή ρόμπα, με κάποιες γαλάζιες βούλες μου έχουν φορέσει, ενώ στο αριστερό μου χέρι είναι περασμένος ένας ορός. Τα χείλια μου τα ακουμπάω με τα δάχτυλα μου και είναι ξερά, Θεέ μου, θέλω νερό…και να ουρήσω. Ναι, θέλω τουαλέτα τώρα.

Ξαφνικά, η πόρτα του δωματίου ανοίγει. Μέσα μπαίνει ο Ben, εξίσου κουρασμένος και καταρρακωμένος. Ήταν εδώ; Δεν έφυγε λεπτό; Δεν το περίμενα. Όταν βλέπει πως έχω ξυπνήσει το πρόσωπο του φωτίζεται, βασικά, φαίνεται να λάμπει θα έλεγα. Αφήνει στο τραπεζάκι τον καφέ που μόλις έχει πάρει και με πλησιάζει. Αναπάντεχα με αγκαλιάζει. Θεέ μου, τι αμήχανη στιγμή. Με αγκαλιάζει ο  Ben, ο πατριός μου, τον οποίο δεν συμπαθώ, ούτε το έχω σκοπό. Να ανοίξει η γη να με καταπιεί…

The captain of love Book 2Where stories live. Discover now