Μήτσος ο Ερωτευμένος

6 1 0
                                    


Μαζευτείτε έχω να σας πω για τον Μήτσο που με αγαπούσε μέχρι νοσοκομείου. (Τι να σας κάνω, έχει κάνει κοιλιά το κομμάτι με τα γκομενικά και θα σας βγάλω με προηγούμενες σαιζόν).

Ένα φεγγάρι δούλευα τόσες πολλές ώρες, που όταν δεν δούλευα ή οδηγούσα ή κοιμόμουν. Δουλειά-οδήγηση-νάνι. Τίποτε άλλο. Α, ναι. Και τσιγάρα. Και καφές. Στην δουλειά.

(Σε περίπτωση που έχεις ακόμα απορία αν καπνίζουν οι γιατροί, κάνε με εικόνα κλεισμένη σε ένα χώρο σαν τον χάμστερ να τρέχω, χωρίς να έχω ιδέα αν και πότε θα φάω και τι και πότε και αν θα κοιμηθώ και για πόσο και έλα και πες μου... "δεν είναι πρέπον να ανάψεις τσιγάρο"... οκ τώρα το 'χεις γιατί οι γιατροί καπνίζουν παντού, απλά όχι μπροστά στα μούτρα σου.)

Εκεί λοιπόν που είμαι ζαβλακωμένη από την κούραση έχω εντύπωση ότι βλέπω το ίδιο πιτσιρίκι σε λούπα. Την μία λεω

- Οκ, το σκασμένο, αδιάβαστο είναι πάλι και δεν θέλει να πάει σχολείο και κάνει καψώνι στην μάνα του για να μην πάει σχολείο παριστάνοντας τον άρρωστο.

Κάποια στιγμή άρχισα να αμφιβάλω για το εκπαιδευτικό μας σύστημα και την καταπίεση του γιατί κάθε μέρα ο μικρός ερχόταν και ταβλιαζόταν στο εξεταστικό κρεββάτι.

Στην αρχή σκέφτομαι... οκ, έχεις χαζέψει από τη δουλειά και πλέον όλα τα κοντοπίθαρα σου φαίνονται ίδια, με λίγο ύπνο θα στανιάρεις.

Τίποτα. Κάθε μέρα το ίδιο πιτσιρίκι, μου έβαζε διαγώνισμα όλη την παιδιατρική του Μυνχάουζεν. Την μία έβηχε, την άλλη το πονούσε η κοιλιά, την άλλη το είχε δαγκώσει κάτι, την επομένη είχε σπάσει τα μούτρα του με το ποδήλατο, την άλλη είχε μύξες, την άλλη είχε τσιρλιπιπι, την άλλη είχε τρίψει το θερμόμετρο... δεν παιζότανε με τίποτα ο μπόμπιρας...

Και σταθερός στο ραντεβού του... Κάθε απόγευμα στις 7 λες και είχε φροντιστήριο. Το μόνο που δεν με φοβότανε και με κοιτούσε με το απλανές βλέμμα του μπαγιάτικου ροφού και γδυνότανε με χαρά, ανέβαινε με χαρά στο κρεββάτι και δεν έλεγε να κατέβει ενώ η μάνα του από δίπλα, είχε παραδώσει τα όπλα και ελπίδα με το ζουλάπι που την έσερνε από τη μύτη.

Κάποια στιγμή έγινε το απίστευτο και έλειπα ένα σαββατοκύριακο και πάω με μπρίο να κάνω τον γραφιά στο διπλανό χωριό και να αντιγράψω τις καθιερωμένες συνταγές για τα παππούδια. Έξω από το παραθύρο παραφύλαγαν τα μαμούνια, κάτι πιτσιρίκες που σπαγαμε πλάκα, όποτε έκανα διάλειμμα για τσιγάρο.

Ο Μήτσος και η Σούλα.Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ