Σούλα Η πλουσία

14 1 2
                                    


  Σαν ήμανε στην Α Γυμνασίου ο πατέρας μου αρρώστησε για πρώτη φορά σοβαρά. Εκεί που είχα γκρίνια για ένα σκασμό θέματα πχ γιατί εγώ να ξυπνάω από τις 6 για να ρθω να κάνω τον φίκο στην δουλειά ενώ τα άλλα παιδάκια έρχονται φρεσκαδούρα, ξαφνικά και ερήμην αλλάξαμε πίστα.
Η αγαπημένη μανούλα ενώ είναι πολύ φιλική στους έξω, εντός είναι στρατηγός της κομαντατούρ. Μας μαζεύει λοιπόν, τις δυο τις κοντοπίθαρες και μας λέει "ο πατέρας έχει αυτά και αυτά και μπορεί να πεθάνει ανά πάσα στιγμή. Εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ αλλά τώρα αναλαμβάνετε εσείς το σπίτι."
Ποια παιδική ηλικία, ποια εφηβεία; Έφυγαν από το παράθυρο με μια ατάκα. Και ακολούθησαν μεγάλα διαστήματα όπου αλληλονταντευόμασταν με την γιαγιά στο σπίτι, τρελού ποδαρόδρομου για ακόμα μια φορά καθώς στην ερημιά που ήταν το σπίτι, δεν βόλευε ούτε για σχολείο, ούτε για φροντιστήρια και ταυτόχρονα ως άμυνα ένα τουπε απιστεφτάμπλ.
Εκεί που όλα τα άλλα παιδάκια, και πολύ καλά, είχαν καημό πώς θα αγοράσουν την τάδε μοδάτη μπουρδίτσα και μετά την επόμενη και μετά την επόμενη, εμείς ήμασταν "οκ, και αυτό το μήνα το πρόγραμμα μακαρόνια-φακές-φασολάδα-τραχανάς" θα πάει γόνατο γιατί ο τάδε μαλάκας ζήτησε τόσα στο νοσοκομείο και δεν βγαίνει αλλιώς το πρόγραμμα.
Και αυτό ήταν. Το πρόγραμμα. Η μόνη αίσθηση σταθερότητας με δυο γονείς να λείπουν συνεχώς από το σπίτι, εκτός πόλης για μεγάλα διαστήματα, την γιαγιά που δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι και ήτανε και χαδιάρα ως προσωπικότητα και με το παραμικρό έβαζε τα κλάματα και με μια μικρότερη αδελφή που εγώ άρχιζα και έβγαζα το ροτβάιλερ από μέσα μου και αυτή τη σιαμέζα γάτα "ή θα μου κάνετε γουτσουγουτσου ή θα σας κάνω την μούρη τεχνοτροπία." Ένα σουρεάλ τρίο με πολλές ατάκες για ιστορίες παραλόγου.
Και επειδή η κομαντατούρ ως εκπαιδευτική αρχή είχε, το να τα ξέρουμε όλα ακριβώς όπως είναι, όταν ερχόταν σπίτι, το πρώτο που έλεγε ήταν πόσοι "φίλοι' είχαν πει ατάκες του τύπου "αντε να πεθάνει να ησυχάσετε", "αν έχετε αναγκη πουλήστε τα όλα" (φυσικά και κοράκια έφαγαν εκείνη την σαιζόν πάνω στην ανάγκη) και έτσι στην ηλικία που κανονικά θα έπρεπε να ασχολούμαι με το πόσο πιπίνι ήταν ο Τζώνη στην Jump Street, εγώ ήμουν με το μάντρα "το νου σας κακομοίρες μου μην σας δω με τα μούτρα κατεβασμένα. Θα σας σπάσω τα πόδια. Ίσια το κορμί. Ψηλά το κεφάλι. Προχωράμε μπροστά."
Ήταν τα χρόνια που σφυρηλατήθηκε η σχολή "μπορεί να γαμιέται η ζωή μου αγάπη μου και εσύ να τρέχεις ξεβράκωτος στα λιβάδια με τις παπαρούνες αλλά δεν θα πω λέξη."
Όλο περιέργως δεν θυμάμαι ούτε μία φορά να είπα, είτε έξω είτε από μέσα μου... γιατί στον δικό μου τον μπαμπά; γιατί στο δικό μας σπίτι; γιατί εγώ να τραβάω τον παθό μου τον τάραχο αν ζει ή πέθανε εκεί μακριά που είναι όσο η Σούλα δίπλα στο θρανίο έχει το μόνο υπαρξιακό αν την γουστάρει ο Μήτσος που κάθεται παραδίπλα. Το πήρα όπως παίζεις στο καζίνο και η μπάνκα μοιράζει σε όλους χαρτιά και μένα μου έκατσε αυτός ο μουτζούρης.
Και μετά άρχισε το πρόβλημα με τις χυλόπιτες. "Αααχ ο Μήτσος δεν με ποθεί, θα πέσω να αποθάνω" και εγώ ήμανε από μέσα μου "ίσα μωρή τζουλιέτα, τον άλλο μήνα θα 'ναι ο Κίτσος και εγώ θα λέω ποιο νοσοκομείο έχει σειρά"
Σε όλο αυτό το γιολελέι δεν έλειπαν και οι καθηγητές που μου κολούσαν γιατί η μενταλιτέ της εδώ Τραχανοπλαγιάς είναι ότι όσο πιο μεγάλο θες τον βαθμό του παιδιού σου, τόσο πιο συχνά πας με μια πίτα παραμάσχαλα με τρόπο εκεί που τελειώνει το μάθημα ο κάθε καθηγητής, να δηλώσεις τα σέβη και την εκτίμησή σου."
Οπότε είχα κάτι ακατανόμαστους που ερχόταν με συγκατάβαση και ρωτούσαν δήθεν τυχαία "Ιωάννα η μαμά σου δεν ενδιαφέρεται για σένα να 'ρθει να ρωτήσει πώς τα πας; Όλοι οι άλλοι γονείς έχουν έρθει, πώς είναι δυνατόν;" Θα είχα αρπάξει κανέναν από το λαιμό, αν δεν είχα τον φόβο της κομαντατούρ, που απαιτούσαν το γλυψιμο τόσο προκλητικά και ξεδιάντροπα. Προφανώς δεν γύρισα ποτέ να πω σε κανέναν ξέρετε οι δικοί μου είναι στην Αθήνα ή στην Αμερική για χειρουργεία κτλ και όταν με τα πολλά έκλεισε ο κύκλος των απανωτών απουσιών, γύρισα και πάτησα πόδι στην κομαντατουρ "θα παίρνεις τους βαθμούς και θα φεύγεις. μην σε πάρει το μάτι μου να πιάνεις κουβεντούλα, θα σφαχτούμε."... "έγινε τίποτα"... "όχι"
Ο καιρός περνούσε και πλέον γνωριζόμασταν και αρχίσαν και τα πάρτυ. "Ιωάννα κα΄τσε να σου πω πως περάσαμε χτες. ΄Ήταν γαμάτα αλλά εσένα δεν σε καλέσαμε γιατί είσαι μπουρούχα και θα ήταν παντελώς ξενέρωτο και με την απουσιολόγο αλλά κάτσε να σου πω τα κουτσομπολια γιατί βαριέμαι να προσέξω στο μάθημα", οπότε βρέθηκα δακτυλοδεικτούμενη για κάτι που εγώ ήμουν παντελώς στα αρχίδια μου. Και πάλι ήμουν... οκ πάμε μια ανάσα, πες μου για το πάρτη που δεν πήγα γιατί δεν είμαι cool μωρή κουλή.
Και κάπου εκεί ξεκίνησε η εμμονή για την τελειομανία, που μου πήρε χρόνια μετά να μάθω να την μαζεύω γιατί αν την έχω ξαμολυτή είναι ανυπόφορη για όποιον είναι δίπλα μου.
Παντελώς βλακεία ως άποψη αλλά συνισταμένη όλων όσων γινόταν εκείνη την εποχή.
- Αν γράψω ακόμα ένα 20 και είμαι κιουρία οι καθηγητές δεν θα μου σπάνε τα αρχίδια γιατί δεν έρχεται η μαμά με την πίτα στο σχολείο να ρωτήσει αν είμαι καλό παιδί.
- Αν δεν μου ξεφύγει καμία μαλακία, δεν θα με τσακώσουν οι συμμαθητές πως κάνω τα κουμμάντα μου μόνη μου ενώ όλοι οι άλλοι τους έχουν σαν ντόπερμαν πίσω τους με το παραμικρό.
- Αν πάρω 20αρια και είμαι κιουρία, ο μπαμπάς και η μαμά θα κάνουν ό,τι έχουν να κάνουν και αργότερα... δεν θα βαρέσει ο μπαμπάς κανα έμφραγμα να μας μείνει κόκκαλο και να το 'χω τύψεις μετά.
Φυσικά κάποια στιγμή έκανα και εγώ ένα μπαμ αλλά με την τετράγωνη λογική της κομαντατούρ απεδείχθη το αξίωμα πως ακόμη όχι μόνο δεν είχα το αυτεξούσιο αλλά επιπλέον ήμουν μία συνεχή απειλή για την πίεση του πατρός ημών.
Και πάνω που έχει τελειώσει ο πρώτος κύκλος, έχουμε και ημερομηνία λήξης. 10 χρόνια. Κοινώς άντε πέρνα πανελλήνιες γιατί παίζεται να προλάβει την αποφοίτηση. Για την ιστορία δεν ήταν 10 χρόνια αλλά 30 μέχρι στιγμής και προχωράμε κόντρα στις ιατρικές εξετάσεις ακόμη. Ένας από τους λόγους που δεν πιστεύω στις ημερομηνίες λήξης και όταν πέφτουμε σε κουβέντα, συνήθως νομίζουν ότι το λέω απλά για να το πω. Όχι αγάπη μου δεν το λέω απλά για να το πω. Έχω ζήσει όλη σχεδόν τη ζωή με αυτό.
Εκείνη την σαιζόν άκουσα απαράδεκτα πράγματα από όσους ξέραν τι πραγματικά συμβαίνει και η αντίδρασή μου, από μέσα μου πάντα, γιατί έξω, είπαμε "κιουρία"... "ρε γαμημένε μαλάκα, λεφτά σου ζητήσαμε; να μην είσαι μαλάκας μπορείς; αν δεν μπορείς, βγάλε το σκασμό, στον δικό μου κώλο είναι το παλούκι που θα μου πεις και πώς περπατάω με αυτό στον κώλο, ότι χαλάει την αισθητική σου"
Και από όλα εκείνα, αυτό που με φυτίλιαζε περισσότερο ήταν η ατάκα
- Αααχ τα κακόμοιρα τα ορφανά, που προσπαθούν λες και έχουν ελπίδα να κάνουν οτιδήποτε όταν συναγωνίζονται τα άλλα που τα έχουν όλα; Πού πάνε; Δεν τους λέει κανένας να τα προφυλάξει ότι όλο αυτό είναι τζάμπα κόπος και να πάνε να γίνουν κομμώτριες, να τυλίξουν και κανένα;
Γυάλιζε το μάτι μου γιατί ενώ ήμουν μπροστά με λέγαν ορφανό ενώ ακόμα ο πατέρας μου ζούσε ακόμη, με έβαζαν β διαλογής ερήμην και με οίκτο, πρότειναν την κομμωτική ως τη σώφρωνα επιλογή.
"Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι!" ήμουν πάλι από μέσα μου εγώ, που θα μου πεις εμένα μαλάκα ότι είμαι β διαλογής! Και εκεί είναι που ακόμα ένα μου χαρακτηριστικό εμφανίστηκε με αυτοπεποίθηση. Αυτό της ντάμας, που έσκασε πολλές δεκαετίες πριν και ήδη από τα 14 συζητούσα με άνεση, με όλο το savoir vivre και το γνωστικό υπόβαθρο ενός ενήλικα ως ακόμα μία έκφανση της τελειομανίας, ως αντίδραση στο "είσαι β διαλογής". Και έτσι έπρεπε να είμαι σαφώς καλύτερη από τον δίπλα για να έρθω στα ίσα και να μην έχω την ταμπέλα της "κακομοίρα".
Μέσα στον χρόνο αυτό μου έδωσε εκ των πραγμάτων αυτοπεποίθηση. Όταν τα συνομήλικα κλατάρανε για μικροπράγματα, εγώ ήμουν... πφφφ, τι να μου κλάσει εμένα αυτό; Μου έβαλε η καθηγήτρια 7/20 στην έκθεση στο τέλος στις εξετάσεις γιατί ήμασταν σε κόντρα; Στα αρχίδια μου! Ξέρω πως ξέρω να γράφω, έκανε το χειρότερο που μπορούσε να κάνει. Μου τσάκισε το γενικό γιατί νόμιζε ότι θα με πειράξει που είμαι απουσιολόγος αλλά δεν το πήρε χαμπάρι ότι στην πραγματικότητα τους έχω χεσμένους τους βαθμούς. Οπότε το είχα συνεχώς πόσο μικρόψυχοι, σκατοψυχούληδες και πόσο έτοιμοι είμαστε να αρπάξουμε ο ένας τον άλλον, απλά γιατί μπορούμε.
Και έτσι στα 14 που όλα τα άλλα παιδάκια ζούσαν την ανέμελη εφηβεία, εγώ ήμουν ήδη ένα εκπαιδευμένο κομάντο, με εξαιρετικά αντανακλαστικά στην απόκρουση κάθε μικρόψυχης κακίας και ήδη εκπαιδευμένη στο "δεν θέλω τίποτα από σένα, να γκρινιάξω λίγο και μετά θα την βρω την άκρη γιατί στον δικό μου κώλο είναι το παλούκι, όχι στον δικό σου"
Και πέρασαν τα χρόνια και πέρασε ο καιρός και από εδώ και από εκεί, ακούω ατάκες του τύπου "πωωω τι ζόρι τραβάω" και λέω την έτερη αγαπημένη ατάκα "δεν θα τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε αγάπη μου ποιος την έχει μακρύτερη, ό,τι του κλήρωσε του καθενός" γιατί πέρα από του ότι για έναν συνδυασμό παραγόντων ποτέ δεν είχα την παιδική ή την εφηβική ηλικία του instagram και των λοιπών οθονών, από την άλλη ήμουν
- Οκ, τώρα μας πέταξε εδώ, για να δούμε τι καπνό φουμάρουν εδώ πέρα, από τις αγράμματες γιαγιάδες μέχρι καθηγητές πανεπιστημίου, από hardcore τεχνοκράτες μέχρι μουρλοκαλλιτέχνες, από το "καφέ σε πλαστικό ποτήρι γιατί δεν έχουμε ούτε για καφέ, οπότε ραντεβού στο παγκάκι" μέχρι δεξίωση vip στο ekali club κτλ
Και μέσα σε όλα αυτά, λόγω κεκτημένης ταχύτητας πολλές βρέθηκα με ανθρώπους και ήμουν "οκ, μην ρωτάς τι και πώς αλλά εδώ το 'χεις αφήσει ακάλυπτο και εδώ θα σου τη φέρουν, οπότε ή θα κάνω το ντόπερμαν εγώ ή θα το μαζέψεις" και ήταν "ω, δίκιο έχεις, τι θες για αντάλλαγμα που μου το είπες;" "τίποτα" και έτσι έχω γνωστούς "φαντεζί" που εγώ είμαι "α ο Μήτσος. α η Σούλα! Ας περιμένω να ξεκουμπιστούν οι άλλοι να πούμε καμια μαλακία της προκοπής σαν άνθρωποι αφού τελειώσουν τα PR"
Και όπως περνούσαν τα χρόνια και γνώριζα και άλλο κόσμο, άρχισε σιγά-σιγά ο κόσμος να με ψάχνει μοναχός του, να μιλήσουμε, να τους πω την αποψάρα μου για το οτιδήποτε και ήταν κόσμος που οι άλλοι περίμεναν την δική τους άποψη. Και ήμουν μετά την πρώτη έκπληξη "ω ρε φίλε, εσύ είσαι να κλατάρεις, μισό, έρχομαι γιατί αν κλατάρεις παίρνεις και όλους όσους πατάνε πάνω σου" Και έτσι σε μία ηλικία που οι άλλοι δεν μπορούσαν καν να δουν συγκεκριμένες πόρτες, εγώ είχα ήδη ελευθέρας όχι απλά για να ρωτήσω αλλά γιατί ήθελαν την δική μου οπτική, όχι μόνο στην ικανότητα ανάλυσης και σύνθεσης δεδομένων αλλά κυρίως γιατί ήμουν "οκ αυτά είναι, η πιο σωστή επιλογή κατά την αποψάρα μου είναι αυτή αλλά ό,τι και να γίνει, μην μασάς, το ξέρω πως θα τα καταφέρεις στο φινάλε."
Από την άλλη πλευρά όσο πιο φαντεζί ήταν τα άτομα που ζητούσαν την γνώμη μου, τόσο πιο συχνά έβγαινε το φιδάκι που λεγόταν φθόνος και με δάγκωσε πολλές φορές εκεί που δεν το περίμενα γιατί ήμανε της λογικής "εσένα δεν σε πειράζω, δικό μου είναι αυτό, τι ζόρι τραβάς;".. ε ο κόσμος τραβάει ζόρι και ενίοτε άσχετα από το πόσο κοντά είναι, αν δεν μπορούν να φτάσουν κάτι,. θα το ρίξουν κάτω για να φανούν πιο ψηλοί.
Οπότε εμφανίστηκε ακόμα ένα βασικό μου χαρακτηριστικό, αυτό της σουπχιάς. Μπορεί να μου λες για κάποιον, να τον ξέρω σε σημείο να παίζουμε σφαλιάρες και να κάνω ότι δεν τον ξέρω. Μπορεί να μου λες για κάτι που θες να δεις, να το έχω ήδη δει και να παριστάνω ότι δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς (αγαπημένο κομμάτι εδώ, όταν δεν με ξέρουν και μου δίνουν ιατρικές συμβουλές τύπου μαμάδων του φουμπου... και είμαι.. ω, ναι για να το λες, κάτι θα ξέρεις εσύ).
Πέρα από την πλάκα που σπάω κάθε που κάποιος μπριόζος άσχετος προσπαθεί να διδάξει κάτι και εγώ κάνω την Ζβετλάνα "ντα γκασπαζά", έρχονται οι καλοθελητές κάθε που με βλέπουν να είμαι στο μινιμαλ των βασικών λειτουργιών να μου κάνουν support. Είναι τα τρυφερά τζουτζουλίνια μου που αν τους δεις στο δρόμο σκιάζεσαι να τους πεις και καλημέρα γιατί είναι τρομερά ψαρωτικοί αλλά μαζί μου είναι γατούλες που χουρχουρίζουν και αρχίζουν το μπιρι-μπιρι για να σηκωθώ και πάλι από την καρέκλα μου.
Έτσι εμφανίστηκε από το πουθενά ο Μήτσος ο εμφανιζόλ/εξαφανιζολ καθώς από σουρεαλιά της ζωής έχω έναν κύκλο που εμφανιζόμαστε και εξαφανιζόμαστε ο ένας από τη ζωή του άλλου μόνο σε σημαντικά events. Τον υπόλοιπο καιρό ήμαστε απλά ένα ακόμη νούμερο στο κινητό.
Και μου γράφει ένα κατεβατό για τόσο υπέροχα απιστεφτάμπλ άνθρωπος, να μην το ξεχνάω αυτό και τελειώνει τον μονόλογο με φινάλε "Ιωάννα είσαι ηρωίδα. Και το εννοώ,"
Η τρολιά είναι πως δεν πιστεύω στους ήρωες. Δεν είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι πχ ξανθιά με γαλανά μάτια αλλά είναι κάτι που σου πετάει η ζωή στην μούρη δίχως να σε ρωτήσει και σου λέει "φτου, κολύμπα!" και ο καθένας κολυμπά με το δικό του στυλ. Με μπρατσάκια, με σωσίβιο, πάνω σε μία σανίδια, άλλος πεταλούδα, άλλος σαν λευκός καρχαρίας, όλα τα είδη υπάρχουν...
Πριν χρόνια συζητούσα με τον Μήτσο τον Αρτίστα περί τέχνης. Ο Μήτσος είχε εξαιρετικά αναρχοαυτόνομες σκέψεις περί τέχνης, που άσχετα αν με ζόριζαν, τις γούσταρα με τρέλα.
Με τι μπρίο της παντελούς άγνοιας και την βλακεία της αθωότητας του είχα γίνει τσιμπούρι για να δει κάποιες δουλειές μου. Τίποτε ο Μήτσος. Άρνηση. Τα νεύρα μου φυτίλια. Θα σε κάνω εγώ χρυσό και θα τρώω πόρτες απανωτές; Όχι αγάπη μου. Οπότε του την έχω στημένη στην γωνία, να τον πετύχω σε φάση, που όντως θα μιλούσε. Και τον πέτυχα.
- Γιατί δεν θες να δεις τίποτα;
- Γιατί δεν χρειάζεται.
- Γιατί δεν χρειάζεται;
- Γιατί το 'χεις πάρει όλο λάθος, οπότε μαλακίες θα δω, φλυαρίες και στείρες παπαγαλίες των όσων σου είπανε οι φτυχιούχοι.
Όχι αγάπη μου. Δεν θα μου κάνεις εμένα σκουπίδι, άπασα την βιβλιογραφία που έχω παπαγαλίσει με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα πάνω από τα μακαρόνια με κιμά.
- Και θα μου πεις εσύ ρε παπατζα Μήτσο ότι είναι μαλακίες ο Σεζάν και ο Σεξσπηρ που θα σφαχτούμε εδώ πέρα;
- Αυτοί μια χαρά τα είπανε. Εμείς αμφιβάλλω αν πήραμε χαμπάρι τι ήθελαν να πουν. Λοιπόν πώς να σε φωνάζω; Σεζάν ή Σέξσπηρ αφού είστε ίσα και όμοια;
- Δεν είπα κάτι τέτοιο.
- Θα σε γαργαλούσε όμως να το πεις, αν σε έπαιρνε. Πες μου πώς αντιλαμβάνεσαι έναν καλλιτέχνη.
- Θα ψάξω τα έργα του και επειδή πολλές φορές δεν σκαμπάζω κιολας θα ψάξω και βιβλιογραφία που αναλύει το έργο του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής και τις επιρροές που δέχτηκε σε συνδιασμό της προσωπικής του ζωής και του περιβάλλοντος που έζησε. (Στο στόμα την είχα την παπαγαλία εκείνη την σαιζόν.)
- Θα πιάσω την παντόφλα. Σήκω και φύγε, με σύγχυσες πάλι. Παπαγαλίες... εκεί που περνάνε. Ξαναρωτάω. Από πού φαίνεται ο καλλιτέχνης;
- Από το έργο του, επιμένω εγώ με το βιολί μου.
- Ζωντόβολο ποιο είναι το έργο του; 10 πίνακες που έμειναν; 10-20-50 έργα, που από καθαρή τύχη διασώθηκαν;
- Ναι!
- Το πρώτο έργο τέχνης που δημιουργεί κάθε καλλιτέχνης είναι ο ίδιος του ο εαυτός και η εκφορά του στην καθημερινότητα είναι η ταυτότητα του έργου του. Κάθε άνθρωπος είναι a priori καλλιτέχνης, καθώς συνειδητά ή μη, σφυρηλατεί τον εαυτό του με τις αποφάσεις που παίρνεις συνεχώς σε συνδυασμό με τι του φέρνει η ζωή μπροστά του και η συμπεριφορά του είναι η εκφορά του έργου του στους άλλους ανθρώπους. Ανεξάρτητα από το αν θα πιάσει μολύβι ή πινέλα ή οτιδήποτε άλλο, πρώτα από όλα με τον λόγο, το μυαλό του και το έργο του, δημιουργεί συνεχώς σε μία γκαλερί, που οι περισσότεροι δεν την αντιλαμβάνονται. Εκεί είναι η πραγματική τέχνη, όλα τα υπόλοιπα είναι φευγαλέες αντανακλάσεις. Αν δεν το αντιληφθείς αυτό, όλα τα άλλα είναι για κουβά και πολύ καλά κάνουν που είναι για κουβά, αρκετό θόρυβο και σαβούρα υπάρχει στην ζωή μας. Ακόμα είσαι στην βλακεία. Μέχρι να σοβαρευτείς, θα στα πετάω κατευθείαν στον κουβά μέχρι να μάθεις να σέβεσαι τον χρόνο μου.
Και ποιος είναι ο βασικός στόχος της τέχνης; Να εμπνέει (κατά την αποψάρα μου πάντα.) Βλέπεις κάτι, ακούς κάτι, γουστάρεις με τρέλα και πας με μπριο και αυτοπεποίθηση να κάνεις ό,τι δικό σου.
Και πάμε τώρα στην τελευταία ερώτηση που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό και τις απαντώ όλες σε αυτή τη φλυαρία.
Πώς γίνεται και μου ανοίγουν οι πόρτες ενώ είμαι χυμαδιό, βρωμόστομη, πολλές φορές αντιδραστική και άλλες παντελώς σε κόντρα με τις απόψεις του απέναντι.
Μην είναι οι γνώσεις μου στην ιατρική; Μπα... υπάρχουν και πιο έξυπνοι γιατροί και φτασμένοι γιατροί και δεν χρειάζεται όποιον βλέπω να έχει απορίες σε ιατρικά θέματα.
Μην είναι η ευφράδεια μου και η εξαιρετική μου παπαγαλία; Μπα.. ζούμε την εποχή του ιντερνετ, όπου οποιοσδήποτε με λίγο ψάξιμο μπορεί να βρει την πληροφορία που ψάχνει.
Μην είναι που είμαι ψηλή, ξανθιά, πετυχημένη, με σεβαστό κοινωνικό status, που με θέλουν για να τους κάνω κανα ρουσφέτι; Μπα... σε αυτό είμαι πιο άχρηστη και από ποδήλατο με τετράγωνες ρόδες.
Οι πόρτες μου ανοίγουν αφενός μεν γιατί μετά από χρόνια τριβής, γνωρίζε όλους τους κώδικες επικοινωνίας και μπορώ να είμαι ταυτόχρονα και αιρετική και να ακολουθώ τους κανόνες του εκάστοτε savoir vivre, όπου η υποκείμενη σημειολογία είναι "οκ φιλαράκι έχω την αίσθηση του πού είμαι και ότι δεν τρώω πίτσα στον καναπέ του σπιτιού μου, έχω αφιερώσει χρόνο και προσπάθεια για να μάθω την γλώσσα μου, απλά την χρησιμοποιώ για να πω τα δικά μου και όχι μόνο να ακούσω τα δικά σου" και από την άλλη ως εκφορά έχω την συνισταμένη όσων έχω ζήσει από πρώτο χέρι, όσα έχω μελετήσει, τα καλύτερα των ανθρώπων που έχω συναντήσει και την ικανότητά μου να "βλέπω" ποιον έχω απέναντί μου και να είμαι "οκ φιλαράκι, δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε απλά να ξέρεις ότι σε βλέπω, και τα καλά σου και τα στραβά σου και είμαι εδώ για να μιλήσουμε για ό,τι από αυτά γουστάρεις και αν έχουμε χρόνο μου λύνεις και καμιά απορία"
Και μόλις το αντιληφθεί ο άλλος ότι δεν πήγες για την ταμπέλα αλλά για το πρόσωπο πίσω από αυτήν, ανθίζει σαν λουλούδι και μοιράζεται πράγματα, που ποτέ δεν θα δουν οι υπόλοιποι, που περιμένουν pret a porter λύσεις.
Κάποτε με έψαχνε ο Μήτσος ο φέιμους. Έτρεχα με διάφορες μαλακίες τότε οπότε τον ρωτάω απορημένη
- Ρε Μήτσο έναν σκασμό κόσμο έχεις στα πόδια σου, βρες κάποιον εκεί. Δεν μπορώ να ξεκουνηθώ τώρα να έρθω
(μία βασική σημείωση, κατά κανόνα εγώ ξεκουνιέμαι, δεν περιμένω τον άλλον να έρθει, όποτε έχω 2 ώρες κενό η προσωπικότητα)
- Με τούτα και με κείνα έχω βαρέσει εμπλοκή. Μόνο εσύ μπορείς να τα βάλεις σε σειρά και να σε ξεμπλοκάρω.
Και κρατώ το τηλέφωνο σαν το χαζό γιατί ο Μήτσος είναι από τους πλέον ευφυής ανθρώπους που ξέρω και το θεωρούσα αδιανόητο να βαρέσει εμπλοκή. Αν ο Μήτσος ήταν ξεκούραστος, το μυαλό του ήταν του McGyver, συνδετήρα να του δινες, έκανε πύραυλο αλλά ο Μήτσος προφανώς δεν ήταν ξεκούραστος και μου έλεγε με πλάγιο τρόπο... έλα να πιουμε έναν καφέ, να ξεκουραστώ δυο ώρες.
Και στην ουσία ό,τι κάνω, αυτό είναι... έλα να πιουμε έναν καφέ, να κάνω κανα τσιγάρο, να ξεκουραστείς και συνεχίζεις με μπριο. Και αυτή είναι η εκφορά μου συνειδητά παντού και πάντα. Και δεν είναι είμαι, οκ, διάλειμμα.
Η Σούλα η σουξεδιάρα πλουσία κάποτε με έβγαλε για καφέ.
Πάνω που πίναμε καφέ γυρίζει με νεύρα και μου λέει
- Άκου να δεις, εγώ είμαι πολύ πιο πλουσία από σένα.
- Με γειά σου και με χαρά σου και μαγκιά σου και εγώ μαζί σου.
- Εγώ ξέρω πολύ περισσότερο κόσμο από σένα.
- Με γειά σου και με χαρά σου.
- Εγώ έχω πιο φαντεζί από όλα και πολύς κόσμος με έχει ανάγκη.
- Με γειά σου και με χαρά σου.
- Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί όλος ο κόσμος με έχει παντελώς χεσμένη και δεν ζητάει ποτέ την γνώμη μου για το οτιδήποτε ενώ εσένα στανταράκι την ζητούν. Τι έχεις εσύ που δεν έχω εγώ;
- Για πες μου, όσοι εξαρτώνται από σένα τι θέλουν και τι τους δίνεις;
- Χρήματα θέλουν και χρήματα τους δίνω για να είμαστε όλοι χαρούμενοι.
- Και αν δεν τους έδινες χρήματα πχ γιατί κάποια στιγμή δεν είχες;
- Τότε δεν θα μου μιλούσε κανένας τους. Θα τους είχα απογοητεύσει και θα είχα αποτύχει ως υπεύθυνος ενήλικας.
- Άρα ο βασικός άξονας της ζωής σου είναι το χρήμα και αφού κόντρα σε όλες τις καταστάσεις, το πας πατητή, που είναι το πρόβλημα;  Ό,τι ήθελες το έχεις. Με τα μικρά γράμματα θα ασχολούμαστε τώρα;

Ο Μήτσος και η Σούλα.Where stories live. Discover now