Η Σούλα η Τραχανοπλαγιούλα

26 1 1
                                    


  Με πήρε τηλέφωνο η Σούλα η Τραχανοπλαγιούλα.
- Τι γίνεσαι εσύ; Δεν σου πονέσαμε καθόλου;
Η έκφραση "μου πονείς μες στην ψυχή" είναι ένας ιδιωματισμός της Ηπείρου και δεν είναι συνώνυμο μίας λέξης μόνο αλλά είναι ένας συγκερασμός εννοιών.
Σε μορφή ερώτησης "δεν σου πόνεσα μες στην ψυχή;" σημαίνει "δεν σου έλειψα;" αλλά όχι στο minimal επίπεδο πχ μου 'χει λείψει ένας γαμάτος καφές στο μπαλκόνι. Έχει μέσα τον καημό αυτού που ρωτά αλλά και την έλλειψη που από λογική διεργασία γίνεται αίσθηση. Μία αναλογία με το sodade των πορτογάλων που γέννησε ολόκληρο είδος τραγουδιών, τα fados.
H έκφραση "μου πονείς μες στην ψυχή" είναι η εκφορά της Τραχανοπλαγιάς για την έννοια της ενσυναίσθησης-empathy, μόνο που είναι ένα σκαλάκι παραπάνω. Η έννοια της ενσυναίσθησης περιορίζεται κατά κανόνα όταν χωροχρονικά δύο παρουσίες ταυτίζονται. Σύμφωνα με την τοπολαλιά, η παρουσία ή μη, δεν είναι δεσμευτικός παράγοντας για την ενσυναίσθηση.
Μπορεί να μην σε βλέπω, να μην μαθαίνω τι κάνεις αλλά η ύπαρξή σου μέσα μου είναι ανεξάρτητη από αυτήν την παράμετρο και μου πονείς, ανεξάρτητα από τις συνταταγμένες σου.
Δεν έχει την απόχρωση του οίκτου, ούτε της κτητικότητας όσο του μοιράσματος. Σου μοιράζομαι την σκέψη μου, την έγνοια μου για το πώς είσαι, πώς νοιώθεις μέσα σε αυτό το πέρασμα από τη ζωή και σου λέω "έι, είμαι και εγώ εδώ, μαζί και ας είμαστε χώρια". Η πάλη σου είναι και δική μου ακόμα και στην απουσία, που γίνεται αφορμή για να σου εκφράσω ότι είμαστε από το ίδιο κομμάτι ύφασμα φτιαγμένοι.
Υπάρχει ένα ρητό που λέει "τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου". Η προφανής ερμηνεία είναι πόσες γλώσσες μιλάω, σε τόσες έχω άνοιγμα στον πολιτισμό που εκφέρουν. Σπανίως σκεφτόμαστε ποιο είναι το "άνοιγμα" της μητρικής μας γλώσσας και πόσες λέξεις που προσπαθούμε να μάθουμε εκ νέου με τις ξένες εκφορές, τις έχουμε εδώ και χρόνια και στην δική μας.
Δεν είναι ότι ξεχνάμε τις λέξεις. Ξεχνάμε τις έννοιες πίσω από αυτές και γινόμαστε κομματάκι πιο φτωχοί, κομματάκι πιο μικροί, τόσο μικροί όσο να χωράμε χαμογελαστοί όσες οι ίντσες της οθόνης που βρίσκεται στην παλάμη μας.
Το "μου πονείς μες στην ψυχή" και το "δεν σου πόνεσα καθόλου;" είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κάποτε συζητούσα εξειδικευμένα θέματα με τον Μήτσο και διακόπτει την κουβέντα και με ρωτάει απορημένος
- Καλά πώς μιλάς με τόσο κόσμο και δεν σε πετάνε από το παράθυρο; Είτε τους λες ψέμματα και εκεί λες πως είσαι άλλη από ό,τι βλέπω εγώ, είτε εμένα μου λες ψέμματα.
- Αλήθεια του λέω, δεν το 'χεις πάρει χαμπάρι;
- Όχι, μου απαντά και είχε τα δίκια του γιατί όσες γνώσεις και να έχω πάντοτε υπάρχει κάποιος που ξέρει κάτι παραπάνω και έχει πιο μαζεμένο στόμα και απόψεις πιο κοντά στις δικές τους.
Τα βασικά από όσα είχα απορίες τα έχω βρει πια. Μικρολεπτομέρειες συζητάμε πια. Και προφανώς οι εξειδικευμένες συζητήσεις είναι αφορμή να βρισκόμαστε, όπως θα βρεθώ και με την Σούλα και με τον Μήτσο και θα πω "τι έγινε; κανα καινούριο γκομενάκι παίζει ή με τα ληγμένα θα ασχοληθούμε πάλι;"
Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες υποχρεώσεις, τις ίδιες ελευθερίες, την ίδια αντίληψη, τον ίδιο βαθμό ευφυίας ή συναισθηματικής νοημοσύνης. Υπάρχει μία μειοψηφία, που δεν της φτάνουν τα δικά της, φορτώνεται και των άλλων και ας μην είναι συγγενείς, ας μην είναι φίλοι, ας μην πληρώνονται για αυτό και λένε "οκ, τώρα κόλλησε το τουτούνι του κεφάλι σου στην λάσπη, θα σπρώξω και εγώ μέχρι να ξεκολλήσεις και να γκαζώσεις και πάλι".
Είναι οι λεγόμενοι δυνατοί-έξυπνοι-αυτάρκεις-σούπερ-ουάου, από αυτούς που εμφανίζεσαι στα ξεκούδουνα και σου λένε, κόπιασε, πιες καφέ, πες μου τι έχεις στο μυαλό σου, να σου πω πώς θα ξεκολλήσεις και μετά σου δίνουν και μια αγκαλιά και πας στο καλό σου χορτάτος, ήρεμος και σίγουρος πως όλα θα πάνε καλά. Μπορεί να μην πάνε εκείνη την ημέρα αλλά μία μέρα σίγουρα θα πάνε καλά γιατί πλέον το πιστεύεις εκ νέου πως μπορείς και πως θα πάνε καλά.
Αυτούς τους ανθρώπους, που δίνουν την ψευδαίσθηση πως είναι υπεράνω όλων, κανείς δεν τους ρωτάει ποτέ αν είναι καλά, αν χρειάζονται κάτι, ή έστω να πουν "σήμερα δεν ήρθα να στα κάνω τσουρέκια με τα δικά μου, ήρθα να βγάλω το σκασμό και να μου πεις εσύ τα δικά σου. έφαγες; κοιμήθηκες; είσαι καλά; χρειάζεσαι κάτι; πώς είναι η ζωή σου; σου φέρεται καλά; εσύ σου φέρεσαι καλά;" σχεδόν κανείς γιατί είμαστε κουρασμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι και ψάχνουμε κάπου να ξαποστάσουμε πριν πάμε παρακάτω και γίνονται το παγκάκι μας, ο καφές μας, το πατ-πατ στην πλατούλα μας απλά γιατί μπορούν να υπερβαίνουν το "εγώ" τους.
Και όταν τους συναντώ, μόνο την πρώτη φορά με αφήνουν με τον υπόλοιπο κόσμο, κάθε επόμενη θα με πάρουν και θα πάμε κάπου, που λογικά δεν θα έπρεπε να πατάω το ποδάρι μου και μου λένε
- Άραξε, το ξέρω εσύ θες μεγάλο ποτήρι καφέ, άναψε και τσιγάρο αν θες, εδώ δεν σε βλέπει κανείς. Κάθησε και όταν ξεμπερδέψω θα 'ρθω.
Και σαν έχουν φύγει όλοι οι πεινασμένοι, οι διψασμένοι, οι κουρασμένοι, όχι δεν συζητάμε ποιανού ο Θεός είναι ο σωστός, ποια κοινωνικοοικονομική θεωρία είναι η σωστή, ούτε πόσο γαμάτος ήταν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης.
Συζητάμε για την ζωή, όχι γενικά, Πώς είναι η ζωή ως βίωμα και όχι ως θέαμα και επαγωγική λογική επεξεργασία.
- Μου πόνεσες μες στην ψυχή. Άσε για λίγο ό,τι κουβαλάς, να μιλήσουμε για το πρόσωπο πίσω από τον τίτλο. Το πρόσωπο μου πόνεσε. Πού κουράστηκες; Πού ζορίστηκες; Πάρε μία ανάσα. Δεν θέλω τίποτα. Εσένα θέλω να δω. Να δω την ζωή μέσα από τα μάτια σου. Την δική σου την ζωή γιατί θέλω να είσαι καλά και ας το ξέρω ότι ζορίζεσαι και πόσο κόπο θέλει αυτό το "απρόσκοπτα", που έρχονται και ζητάνε τόσοι άνθρωποι καθημερινά.
Τον άντρα ή την γυναίκα, που είναι ανάμεσα σε τόσες δεκάδες κόσμου καθημερινά, που παίρνει συνεχώς αποφάσεις και για ζωές άλλων και έχει και την δική τους ευθύνη εκτός από του τομαριού του, που οφείλει να είναι πάντοτε υπέρανω, να τα έχει 400, να είναι μονίμως χαμογελαστός, να είναι μέσα στον κόσμο και ταυτόχρονα έξω από αυτόν, να μην ζητά τίποτα, να είναι ευχαριστημένος με ό,τι και αν φέρει ζωή, καλά και στραβά γιατί αν δεν είναι αυτός, παίρνει η μπάλα και τους υπόλοιπους.
Γιατί λοιπόν δεν με πετάνε έξω αλλά έχω και μία γκουμουτσοκούπα πίσω-πίσω στο ντουλάπι, που βγαίνει κάθε φορά που εμφανίζομαι να γεμίσει με καφέ;
Γιατί υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το τι ρούχα φορώ, τι πιστεύω και αν είμαι μια αναρχοαυτόνομη αθυρόστομη. Υπάρχει το σε βλέπω για ό,τι είσαι και όχι για ό,τι είσαι ικανός να κάνεις και πόσα παράσημα έχεις στο πέτο.
Βλέπω τον Μήτσο, βλέπω την Σούλα και ήρθα να σου πω πως "μου πονείς μες στην ψυχή", τον βλέπω τον αγώνα που κάνεις με το χαμόγελο στο στόμα, την σιωπηλή αγωνία σου, την κούρασή σου, πως στο πίσω μέρος του μυαλού σου ξέρω ότι δεν έχεις όλες τις απαντήσεις και κατά βάθος ποτέ δεν ήταν δική σου δουλειά να έχεις όλες τις απαντήσεις, απλά επειδή οι δικές σου μπορεί να είναι λίγο καλύτερες από των άλλων, λες.. για δοκίμασε αυτό, και πού ξέρεις; Και δεν ήρθα και με άλλες ερωτήσεις, δεν έφερα να σου φορτώσω την αγωνία μου, μπορεί να περιμένει, τώρα πίνουμε καφέ. Η γη θα συνεχίσει να γυρίζει όσο εμείς πίνουμε καφέ. Δεν τρέχει κάστανο.
Θα κάνουμε μία μικρή ροζ τσιχλόφουσκα και θα πιούμε έναν γαμημένο καφέ σαν άνθρωποι και όχι σαν υπεράνθρωποι. Θα είμαστε συντονισμένοι και οι δυο ότι πίνουμε αυτόν τον ρημαδοκαφέ. Τι γεύση έχει, τι γλυκά έχουμε πρόχειρα να γεμίσουμε ψιχουλάκια τον τόπο και να πούμε για τα μικρά και τα μεγάλα που δεν ξέρει άλλος κανείς γιατί δεν ταιριάζουν με την στολή του σούπερμαν και για αυτό οι περισσότεροι δεν τα βλέπουν.
Γιατί λοιπόν δεν με πετάνε έξω; Γιατί έχω ελευθέρας και την προσωπική μου κούπα στο ντουλάπι;
Γιατί δεν έχω κανένα υπαρξιακό ποιος την έχει μακρύτερη, ποιος έκανε σωστές επιλογές, ποιες είναι οι σωστές επιλογές και αν οι πιγκουίνοι έχουν γόνατα. Γιατί δεν περιμένω να μου ξεκουβαλήσουν τα δικά μου φορτώματα, να μου πουν αν είμαι καλό ή κακό παιδί, να μου βρουν τις απαντήσεις, να μου δώσουν μασημένη τροφή.
Γιατί με βουτάνε μεν αλλά αντί να με πετάξουν έξω, μου λένε "έλα, εσύ θα καθίσεις στο δικό μας τραπέζι, το μέσα, όχι έξω με τους περαστικούς. Αυτοί θα πάρουν ό,τι ήρθαν να ζητήσουν. Εσύ μέσα για καφέ."
Γιατί όλοι κοιτάμε αλλά δεν βλέπουμε όλοι. Δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ό,τι δεν σου είναι οικείο. Και αναγνωριζόμαστε.
Και λέμε ο ένας στον άλλον
"Μου 'χεις πονέσει μες στην ψυχή. Τι γίνεσαι; Ήρθα να μου τα πεις. Ξεφόρτωσε τα για λίγο, για όσο κρατάει ένας καφές, θα στα κουβαλήσω εγώ"
Και για αυτό ο καφές δεν είναι ποτέ στα κουζινικά της Barbie αλλά σε γκουμουτσοκούπα. Να κρατήσει λίγο παραπάνω. Μέχρι να νυχτώσει. Να κλείσει η πόρτα. Να φτιαχτεί και άλλος καφές. Και μετά να ξεκλειδώσει η πόρτα για να φύγει και η τελευταία.
Ένας από όλους αυτούς κάποτε με είχε μαλώσει πολύ
- Εσύ φταις για όλα, να το ξέρεις!
- Μέσα! Αλλά για ποια από όλα μιλάμε ακριβώς;
- Εσύ φταις για όλη την σύγχυση που προκαλείς στους ανθρώπους γύρω σου και αντιδρούν τόσο σπασμωδικά απέναντί σου. Συστήνεσαι με λάθος πλαίσιο και το κάνεις σκοπίμως. Άλλη πληροφορία τους φυτεύεις στο κεφάλι να κουβαλάνε και άλλο είσαι. Ή θα το φτιάξεις ή θα είσαι μονίμως με θυμωμένους ανθρώπους γύρω σου και εσύ θα θυμώνεις που θυμώνουν και θα είστε όλοι με τα μαλλιά σας όρθια.
Ήταν η πρώτη συζήτηση που έκανα με τον Μήτσο και δεν καθώς δεν είχα σκοπό να κάνω δεύτερη, τον είχα πάει στο ταχύρρυθμο "οκ, εγώ τα ξέρω τα δικά μου για να πούμε τίποτε ενδιαφέρον" και αφού σανίδωσε να ξεπιαστεί ο εγκέφαλος, συνειδητοποίησε ότι μόνος του είχε αρχίσει και έλεγε την ζωή του, πράγματα που λογικά δεν λες ούτε σε φίλους πόσο μάλλον σε άνθρωπο, που πρώτη φορά πίνετε καφέ και ένοιωθε και καλά, που για λίγο τα άφηνε κάτω και σανίδωνε ελεύθερος, να πάρει μία ανάσα, ανάμεσα στο διαρκές σφυροκόπημα της καθημερινότητάς του.
Σε έτερο καφέ με τον Μήτσο τον Πιπίνο, γυρίζει και μου λέει
- Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου;
- Ριχ'το. (Ψοφάω να ανακαλύπτω καινούρια προβλήματά μου για την συλλογή μου.)
- Έχεις μία έμφυτη παρόρμηση να μάθει ο απέναντι κάτι ακόμη. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Χαλάρωσε παιδί μου. Δεν χρειάζεται να μαθαίνουμε όλοι συνεχώς. Πάρε παράδειγμα εμένα. Εγώ είμαι διασκεδαστής. Αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μου. Δεν θα γίνω καγκουρού, ούτε το θέλω, ούτε το 'χω. Μου αρκεί να ξέρω τόσα όσο να περνάω καλά και να περνούν και οι γύρω μου καλά. Αυτή είναι η φιλοδοξία μου σε τούτη τη ζωή.
- Και ποιος σου είπε πως ένας διασκεδαστής με έναν φύτουκλα δεν μπορούν να κάνουνε παρέα; Εσύ θα με διασκεδάζεις και εγώ θα σου πασάρω με τρόπο τις λύσεις, αν τις έχω.
Λίγες ημέρες νωρίτερα με πήρε τηλέφωνο η Σούλα ο Τρεχαλίτσας.
- Τι θα γίνει ρε; Θα 'ρθεις από εδώ; Έχω πρόβλημα. Αν ήσουν εδώ, θα το 'χες λύσει. Έφυγες και δεν σ' έχω απίκο. Τι βλακεία έκανες και εσύ.
- Θα πας εκεί και εκεί και θα βρεις λύση στο πρόβλημα. Αν κάπου σκαλώσεις, ξαναπάρε με τηλέφωνο, να σου πω τι να κάνεις.
- Ναι, αλλά αν ήσουν εδώ μια διαδρομή θα έκανα μόνο.
- Ναι, αλλά δεν είμαι, οπότε κάνε ό,τι σου λέω.
- Αχ, τι καλά που ήμουν όταν ήταν μόνο μια διαδρομή.
- Εσύ ήσουν καλά, εγώ δεν ήμουν.
- Είσαι ανυπόμονη. Λίγο ακόμα και όταν θα ήταν κομπλέ. Ξεροκέφαλη όπως πάντα.
Και η Σούλα η Τραχανοπλαγιούλα και η Σούλα ο Τρεχαλίτσας δεν θα πείραζαν κουνούπι. Η μία διαχειρίζεται περιουσία εκατομμυρίων, καθοδηγεί εκατοντάδες κόσμου και πρόσωπο σεβαστό με τα παράσημα στο πέτο. Η Σούλα ο Τρεχαλίτσας είναι μία χαρωπή, χρυσοχέρα Μαίρη Παναγιωταρα, σωστή με το παραπάνω στις υποχρεώσεις της και με το παράπονο πως κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά.
Σούλα Τραχανοπλαγιά - Τι γίνεσαι; Δεν σου πονέσαμε μες στην ψυχή;
Σούλα ο Τρεχαλίτσας - Έχω αυτό το πρόβλημα, δώσε μου την λύση από το τηλέφωνο και θα σου γκρινάξω που δεν σε έχω δίπλα και με ξεβολεύει η λύση που μου προτείνεις και σε λέω και ξεροκέφαλη που με ξεβόλεψες που κοίταξες την πάρτη σου.
Αν σας έβαζα τις φωτογραφίες δίπλα-δίπλα και ας έλεγα πείτε με ποιον από τους δύο πιστεύετε πως έχουμε σχέση ζωής, όλοι μονοκούκι θα το έριχναν στην Σούλα τον Τρεχαλίτσα.
Ούτε ένας δεν θα υποψιάζονταν ότι η Σούλα η Τραχανοπλαγιά, θα κινούσε γη και ουρανό για την πάρτη μου αν της το ζητούσα.
Αλλά όπως είπε ο Μήτσος ο Αφίσσα-Κάρτα-Κορνίζα, οι άνθρωποι προσέχουν περισσότερο την κορνίζα από την εικόνα που πλαισιώνει.  

Ο Μήτσος και η Σούλα.Where stories live. Discover now