Η Σούλα η Σουξεδιάρα & ο Μήτσος

13 1 1
                                    


  Μία φορά και έναν καιρό πίνω καφέ με την Σούλα την Σουξεδιάρα. Δουλειά κομπλέ, χρήματα, κοινωνική καταξίωση, όλο το φαντεζί πακέτο του "τι θα γίνω όταν μεγαλώσω". Και είναι η μέρα που έχει γυαλίσει το μάτι της.
- Διεκπεραιωτής είμαι. Τα ίδια και τα ίδια σε λούπα. Οκ φροντίζω τις υποχρεώσεις μου, τους ανθρώπους μου, όλα κομπλέ αλλά επί της ουσίας την γνώμη μου όλοι την έχουν χεσμένη. Πέρα από τα άμεσα δικά μου, που αποφασίζω, κανένας δεν με ρωτάει την γνώμη μου για οτιδήποτε στην δική του ζωή. Σαν να μην υπάρχω. Να σου χέσω τα χρήματα, τα πτυχία και το κοινωνικό status αν στην τελική, το τι γνώμη έχω, την έχουν όλοι χεσμένη.
- Και δεν χαίρεσαι; της απαντώ. Ευτυχισμένος άνθρωπος. Στην πλάτη σου κουβαλάς μόνο τις αποφάσεις για την πάρτη σου και τις οικονομικές υποχρεώσεις. Ξεκούραστη διαδρομή.
- Όχι. Στο δικό μου καρνέ μεταφράζεται ότι απλώς με έχουν όλοι χεσμένη και είμαι ένα πορτοφόλι, με μοναδικό σκοπό να τους κάνει όλους χαρούμενους. Δεν έχω άλλη αποστολή από το να βγάζω χρήματα για όλους.
- Και δεν χαίρεσαι; Εξαιρετικό ταλέντο, ειδικά τους καιρούς, που ζούμε.
- Εσένα ρε πούστη μου γιατί στρώνουν όλοι κώλο και σ' ακούν; Σύμφωνα με το πού στέκομαι και το πού στέκεσαι, εμένα έπρεπε να ακούν και όχι εσένα. Ακόμα και εγώ, που αρχικά σε θεωρούσα μεγάλο μαλακισμένο, τώρα σε θεωρώ απλά ηλίθια, αν και σε έχω για ηλίθια, εσένα θα 'ρθω να ρωτήσω γιατί δεν ξέρω πώς στον κόρακα το κάνεις, στο τέλος αποδεικνύεται πως έχεις δίκιο, ακόμα και αν δεν γουστάρω ούτε τι μου λες, ούτε το πώς το λες. Αλλά αυτό στο δίνω. Έχεις την μεγαλύτερη πιθανότητα από κάθε άνθρωπο, που ξέρω, η δική σου οπτική, να αποδειχτεί η σωστή στην τελική. Και μου την δίνει στα νεύρα, που εγώ δεν το 'χω αυτό.
Και τότε θυμήθηκα τον Μήτσο και τα χρόνια που περάσαμε δίπλα-δίπλα, να με διορθώνει, να με στριμώχνει, να με μαλώνει όταν μου ξέφευγαν παράμετροι μέχρι που μια μέρα πλακωθήκαμε. Την μοναδική φορά που πλακωθήκαμε. Εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο με την μενταλιτέ μου, να πλακωθώ άπαξ στην ζωή μου με κάποιον.
- Βαρέθηκα. Σιχτίρισα. Τα παρατάω. Έτσι και αλλιώς για την πάρτη μου τα μαθαίνω όλα αυτά. Αρκετά. Δεν έχει πλάκα πια.
Τα πήρε κράνα ο Μήτσος
- Για σένα νομίζεις ότι στα δείχνω;
- Χέστηκα γιατί μου τα δείχνεις. Σου λέω τι θα κάνω εγώ. Χέστηκα τι κάνει ο ένας και ο άλλος. Ο καθένας κουμάντο στην καμπούρα του. Εγώ την δική μου και ο καθένας την δική του. Αφού σε κόφτει τόσο πολύ για τους άλλους, κάνε παιχνίδι εσύ κατά το δοκούν. Κουμάντο στην καμπούρα σου, κάνεις εσύ.
Και από τα νεύρα ο Μήτσος κάνει γκελ στην θλίψη, που και αυτό το έβλεπα για πρώτη φορά.
- Εμένα δεν με ακούν οι άνθρωποι. Παριστάνουν πως με ακούν αλλά δεν με ακούν. Εσένα σε ακούν και πάντα θα σε ακούν. Βελτιώνω με ό,τι έχω να προσθέσω σε όλα αυτά που κάποια στιγμή θα πεις. Είσαι η κληρονομιά μου σε αυτόν τον κόσμο. Δεν θα αφήσω ούτε παιδιά, ούτε περιουσία. Θα αφήσω αυτό το κομμάτι.
Και τον ξαναθυμήθηκα τον Μήτσο αυτές τις ημέρες που έσκασε ακόμα ένας Μήτσος από τα παλιά, που είχε μπει σε τροχιά.
- Ιωάννα ξέρω πως δεν έχω κανένα δικαίωμα να σου το ζητήσω αυτό καθώς βρισκόμαστε και χανόμαστε κατά τα φεγγάρια μας αλλά τα έχω κάνει σκατά και αν συνεχίσω έτσι θα τα κάνω χειρότερα σκατά. Κόψε τις μαλακίες και ξέρω τι είσαι και ότι μπορείς να το κάνεις. Άλλαξέ μου τροχιά.
Και εγώ που κάνω τα δικά μου, παντελώς άσχετα με την ζωή του Μήτσου και δεν έχω καμία ευθύνη ή εμπλοκή με τα σκατά του, κάθομαι και αναρωτιέμαι όσο μου τα απαριθμεί γιατί στον πούτσο κάθομαι και τα ακούω. Καλό παιδί μεν ο Μήτσος αλλά δεν είμαστε και κολλητοί. Γνωριζόμαστε με μία γνωριμία του τύπου
- πώς είσαι;
- καλά
- πάντα καλά
άντε και κανά δυο χαζομαρούλες σε κοινωνικά events και λοιπές ασήμαντες μαλακιούλες καθώς έχουμε παντελώς ανεξάρτητες και επί της ουσίας αδιάφορες ζωές ο ένας για τον άλλον. Όσο σκατά και να τα κάνει, στην προσωπική μου ζωή δεν θα πεταρίσει βλέφαρο.
Και εκεί που σφυρίζω αμέριμνα και μονολογώ "ου μπλέξεις γιατί ου ξεμπλέξεις", ο Μήτσος το πιάνει ότι δεν θα ανακατευτώ και μπαίνει σε λεπτομέρειες και γυαλίζει το μάτι μου.
- Άλλο το κάνω μαλακίες, του λέω και άλλο το παίρνω παραμάζωμα τους δικούς μου ανθρώπους, που δεν έχουν φταίξει τίποτα γιατί με καβάλησε. Βλάπτεις συστηματικά δικούς σου ανθρώπους, εκμεταλλευόμενος το συναίσθημά τους για σένα.
- Το βλέπω αλλά δεν μπορώ να σταματήσω γιατί μέσα μου δεν θέλω να σταματήσω. Και αφού δεν θέλω να με σταματήσω εγώ, και πρέπει να σταματήσω, θα με σταματήσεις εσύ.
- Δεν ξέρεις τι ζητάς. Δεν θες να σε ρίξω κάτω εγώ.
- Θέλω.
- Οκ. Πάμε. Σήκωσε όλες τις μαλακίες που λες στον εαυτό σου και τους άλλους μία-μία, να δεις γιατί είναι μαλακίες και τι κακό προκαλούν. Και μην μου βγάλεις το προσωπείο του καλού και άξιου παλικαριού. Αλλού αυτά. Σήκωσε τον μαλάκα, που στα κάνει μπουρδέλο, να λογαριαστούμε. Και σε προειδοποιώ. Δεν θα σ' αρέσει.
Και ο Μήτσος από καλό και άξιο παλικάρι, έβγαλε τον μαλάκα και αρχίσαμε τις "μάπες" μέχρι που τον ξάπλωσα φαρδύ-πλατύ.
- Τον είδες καλά τον μαλάκα σου; Αντιλαμβάνεσαι τώρα ποιο είναι το πραγματικό μπουρδέλο που δημιουργείς γιατί δεν ξέρεις τι σου φταίει; Εσύ σου φταις. Όχι οι άλλοι. Τώρα που τον είδες κομπλέ, κάνε την επιλογή ποιος θέλεις να αποφασίζει. Τι έχει προτεραιότητα. Η έξαψη που σου προσφέρει ο μαλάκας ή η ζωή που έχτισες όσο τον είχες με τον λουρί. Δεν θα τα έχεις και τα 2 για πολύ ακόμα. Θα επιλέξεις συνειδητά την ζωή που θες.
Κάποτε πίνω καφέ με έτερη Σούλα και είμαι αφηρημένη.
- Πού βοσκάς πάλι; Συγκεντρώσου, μου λέει η Σούλα. Τι σκέφτεσαι.
Ανάβω τσιγάρο και της λέω
- Θες αλήθεια να σου πω; Αν θες, θα σου πω.
- Όχι, απαντά τρομαγμένα. Δεν θέλω να μου πεις. Έτσι το 'πα. Κουβαλάς πολλούς ανθρώπους. Τους βλέπω πάνω σου. Αν μου μιλήσεις, θα μου τους φορτώσεις και εγώ δεν μπορώ να τους σηκώσω. Θα με ρίξεις και δεν είναι ώρα να με ρίξεις. Εσύ μπορείς να τους σηκώνεις. Εγώ όχι. Ας πιούμε τον καφέ μας, να πούμε τις συνήθεις βλακείες. Διάλειμμα κάνουμε.
- Αν και καθίμενη, ορθά ομίλησες, απαντώ.
Έτερο βράδυ έχουμε βγει για ποτό με έτερο Μήτσο. Το όλο θέμα "βγαίνω για ποτό" είναι ολίγον χιουμοριστικό καθώς εγώ βγάζω το βράδυ με ένα ποτό γιατί δεν σηκώνω το αλκοόλ και ο Μήτσος έχει αδειάσει ένα μπουκάλι ουίσκι όσο προσπαθεί να βρει τις σωστές λέξεις γιατί από την μία νοιάζεται για μένα και από την άλλη του διαλύω το νευρικό σύστημα με την μενταλιτέ μου και προσπαθεί να με βάλει στον ίσιο δρόμο. Εκείνο το βράδυ έχει ήδη ξεπεράσει το πατερναλιστικό μετά τα πρώτα ποτήρια και εκεί που βλέπει πως τελειώνει το μπουκάλι, με βουτά από τους ώμους και αρχίζει να με ταρακουνά μεθυσμένος.
- Δεν το αντέχω αυτό που αποπνέεις;
- Ποιό από όλα; (Δεν τρομάζω με μεθυσμένους, πιθανώς επαγγελματική διαστροφή)
- Αυτό το "είμαι μόνη και έχω κηρύξει πόλεμο σε όλο τον κόσμο που έχω απέναντι". Δεν είσαι μόνη, μπορείς να το καταλάβεις; Έχεις έναν σκασμό κόσμο, που σ' αγαπά και σε νοιάζεται. Δεν είσαι μόνη. Ξεπέρνα το. Ας διαφωνούμε, είμαι στο πλευρό σου και το ξέρω πως είναι και άλλοι πολλοί.
- Θα ερχόμουν για ξύδια μαζί σου νομίζεις, αν δεν ήξερα ακριβώς πού στέκεσαι; Σε βλέπω και χωρίς το αλκοόλ. Απλά κάνουμε διαφορετικές επιλογές που καθορίζουν διαφορετικές διαδρομές. Εσύ πιστεύεις πως κάνεις το "σωστό", εγώ έχω διαφορετική οπτική στο ποιο είναι αυτό σε κάθε περίπτωση. Τα 'χουμε βρει γιατί δεν προσπαθεί να επιβάλλει ο ένας στον άλλον την αποψάρα του, απλά τα συζητάμε.
- Δεν βλέπεις τους ανθρώπους που είναι γύρω σου. Μην μου αλλάζεις εμένα την κουβέντα.
- Τους βλέπω. Ολόκληρους.
Ένα κομμάτι της εκπαίδευσης του Μήτσου ήταν να μπορώ να αφήνω στην άκρη κάθε προσωπική κατασγραφή, κάθε "πιστεύω", κάθε άνθρωπο που έχω συναντήσει για να αφαιρώ τα φίλτρα, που όλοι υποσυνείδητα φοράμε στην αντίληψή μας. Σαν να σβήνεις έναν πίνακα και να λες "έλα να γράψουμε από την αρχή"  

Ο Μήτσος και η Σούλα.Where stories live. Discover now