O Μήτσος. Η Σούλα. Η εκδρομή.

19 1 1
                                    


  Είμαι νεαρά και μου τα έχουν κάνει τσουρέκια να ταξιδέψω εις τα εξωτερικά και πλέον ειδικώς εις την εξωτική γείτονα Βιλγαρία. Μία που μου 'χουν κάνει τα αυτιά προπέλες με τα
- μούχλιασες, πήγαινε να δεις πώς είναι ο κόζμος
και εγώ παθαίνω απανωτά εγκεφαλικά
- ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ; από όλο τον χάρτη, την βουλγαρία βρήκατε;
- Η τζέπη μας μέχρι Βουλγαρία φτάνει. Όταν βγάλεις λεφτά να πάρεις τον κώλο σου να πας όπου θες.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, με το παραδοσιακό Χτελ, που έκανε την διαδρομή μέσω κατάρας ήταν σαν να περνάς από την Μόρντορ και στο τέρμα να αναρωτιέσαι ποιον να πετάξεις στο ηφαίστειο.
Φτάνω λοιπόν και έχουν αποφασίσει να με κακομάθουν.
- Πού θες να πάμε; Για σκι;
- Είστε τρελοί; Γιατί στον κόρακα να θέλω να ψοφήσω από το κρύο και να σπάσω κανα ποδάρι;
- Πού θες να πάμε;
- Εκεί. Και δείχνω τα παράλια της Βιλγαρίας, που σήμαινε και άλλο δρομολόγιο.
Νοικιάζουν λοιπόν τουτούνι και ξεκινάμε το road trip εις την εξωτική Βιλγαρία. Ξέρετε όπως ξεκινάνε όλες οι Αμερικανιές. Μουσική στα ντεκς. Σνακς για το δρόμο. Όλα κομπλέ. Και έχουν την φαηνή ιδέα να ξεκινήσουμε απογευματάκι για να μην πέσουμε σε κίνηση.
Γραγκ γρουγκ το τουτούνι, τράβα καροτσέρι το καμτσίκι από το χέρι ως άλλη Αλίκη ξεκινώ το road trip εις την εξωτική γείτονα χώρα. Γκαγκ γρουγκ ΜΠΟΥΜ!
Και το αυτοκίνητο μας αφήνει μέσα στην νύχτα, πάνω στην εθνική. Κατεβαίνει με αυτοπεποίθηση ο μάγκας της παρέας
- Γυναίκες μην ανησυχείτε! Το 'χω!
Σε 5 λεπτά επιστρέφει πίσω
- Δεν έχω ιδέα τι έπαθε. Ψόφησε. Το αφήνουμε όπως είναι και συνεχίζουμε με τα πόδια αν δεν μας σφάξουν στο δρόμο εδώ που είμαστε.
- Αν δεν μας σφάξουν, αν επιβιώσω από τον ποδαρόδρομο, θα σε σφάξω εγώ! σκέφτομαι αλλά είναι μία ώρα δύσκολη και ψάχνω πού έχω θαμμένο το προσκοπάκι μέσα μου για να κάνω πορεία στην μέση του πουθενά και του τίποτα σαν τον λαθρομετανάστη.
Περπατώ-περπατώ μέσα στο δάσος, ε πάνω στην εθνική ήθελα να πω, μέχρι που τα πολλά σταματά ένα αυτοκίνητο.
- Οκ, καλύτερα να μας σφάξει αυτός, δεν θα φτάσουμε ποτέ έτσι και αλλιώς σκέφτομαι και χωνόμαστε μέσα στο τουτουνι και το κάνουμε uber πριν ακόμα ανακαλυφθεί επισήμως το Uber.
Προφανώς ήμασταν χιλιόμετρα από τον τελικό προορισμό και με το που πέφτουμε πάνω σε ηλεκτρισμό, αναζητούμε ό,τι έχουν σε κρεββάτι και πέφτουμε πάνω σε hostel με όλη την εξωτική εμπειρία που έχει ένα Hostel, που σκας μύτη λίγες ώρες πριν τα ξημερώματα, φορτωμένος σαν γαϊδούρι. (Εξαιρετικό μάθημα ζωής. Δεν ξανακουβάλησα περισσότερο από μία μικρή βαλίτσα ή σάκο στην ζωή μου αν δεν είμαι με το αυτοκίνητό μου)
Με το που κλείνει η πόρτα και είμαστε επιτέλους στο δωμάτιο τύπου στρατώνας στον Έβρο, που τον έχουν ξεχάσει για 100 χρόνια, με κοιτούν γιατί είναι σίγουροι πως κάποιον θα πλακώσω στις μάπες μετά από όλο αυτό.
Κοιτάζω ποιον να πρωτοπλακώσω στις μάπες, κοιτάζω και το κρεββάτι εκστρατείας. Κοιτάζω φάτσες. Κοιτάζω κρεββάτι. Με κέρδισε το κρεββάτι και έτσι δεν έχω γράψει ακόμη ένσημα σε Βιλγάρικες φυλακές.
Ξυπνάμε κάποια στιγμή την επόμενη ημέρα και έχουν ήδη τους χάρτες παραμάσχαλα λες και θα πάμε να σηκώσουμε τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, να βρούμε τον τάφο του Μέγα Αλέξανδρου και να σώσουμε τα αρκουδάκια της αγάπης από τον εξαφανισμό. Για ακόμα μία φορά αναρωτιέμαι ποιον να πλακώσω στις μάπες αλλά δεν έχω πιει καφέ, οπότε ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Ντύνομαι Indiana Jones και μαζεύουμε την προίκα να βρω σαν το zombie έναν γαμημένο καφέ, να ζήσω το παράλλογο στο οποίο έχω παραδοθεί πλέον άνευ όρων. Ενθυμούμαι με τρόμο το ελληνικό το Χτελ, το παραδοσιακό όταν με τρόμο ακούω, ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πάρουμε το Βιλγάρικο το Χτελ, που αψήφα κάθε νόμο οδικής ασφάλειας και δεν είναι σίγουρο αν θα φτάσουμε και σε τι κατάσταση θα φτάσουμε.. αλλά δεν γαμιέται; μία περιπέτεια είναι η ζωή, δεν με ρώτησαν αν νιώθω περιπετειώδης αλλά δεν και η ώρα για συζητήσεις, πρέπει να φτάσουμε στον προορισμό, που πλέον έχει γίνει κάτι σαν την Μέκκα ή την Ιερουσαλήμ, που απλά εύχεσαι να φτάσεις κάποια στιγμή επιτέλους στην ζωή σου να προσκυνήσεις τα τίμια χώματά της.
Χτελ. random ξενοδοχεία. Χτελ μέχρι να φτάσουμε παράλια. Η παρέα που ξέρει ότι τα έχει σκατώσει πέρα από κάθε φαντασία, μου μιλάει ελάχιστα, απόλυτα ευχαριστημένη, που παραμένω σιωπηλή και δεν τους έχω πετάξει τίποτα στο δόξα πατρί. Κιουρία αν και έχω περπατήσει, έχω βρωμίσει και με έχει πιάσει ό,τι σιχασιά, δεν με έχει πιάσει ποτέ στην ζωή μου.
Με τα πολλά φτάνουμε εκεί που ήθελα να φτάσουμε και είναι πίτα στους τουρίστες σαν 15αυγουστο στην Τήνο, μόνο που όλοι είναι φρεσκαδούρες και εγώ μοιάζω με την τριτοξαδέλφη του will smith σε post apocalyptic ταινία ενώ οι υπόλοιποι τουρίστες μοιάζουν με το χαρούμενο ΚΑΠΗ της διπλανής τραχανοπλαγιάς, που τους βγάλανε για ιαματικά λουτρά και θα τους ξαναμαζέψουν για την βραδυνή σουπίτσα και τα φάρμακά τους.
Πάμε να δούμε το αξιοθέατο και να βγάλουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, όπου έχω πλέον παραιτηθεί και είμαι "αφήστε με εδώ, να αφήσω τα κοκκαλά μου, την διαθήκη μου να γράψω σε χαρτοπετσέτα μοναχά, πού αφήνω τι, την ευχή μου και 5 σώβρακα στον σάκκο που κουβαλάω σαν το γαϊδούρι του μπαρμπα Μήτσου"
Και πάνω που έχω απλωθεί σαν το χταπόδι πιάνοντας όλες τις καρέκλες που μπορούσα, μαζεύουν τα κουράγια τους γιατί σκέφτονται... "οκ την γλιτώσαμε μέχρι στιγμής, τώρα θα μας πνίξει εδώ και δεν θα μας βρουνε και ποτέ" και μου λένε με όσο κουράγιο τους έχει απομείνει
- Ξέρεις, ωραία είναι εδώ αλλά δεν έχουμε χρήματα ούτε για καφέ. Τα φάγαμε όλα όταν νοικιάσαμε το αυτοκίνητο για μια βδομάδα και με τα χτελ και τα ξενοδοχεία τελευταία στιγμή, δεν έμεινε μία. Μάζεψέ τα όπως είσαι. Γυρίζουμε πίσω.
Γυρίζω την κεφαλή σκεφτόμενη ότι σίγουρα έχουν death wish. δεν εξηγείται αλλιώς. έχω περπατήσει μέσα στην νύχτα στην βιλγάρικη εθνική φορτωμένη σαν τον πρόσφυγα, είμαι χωρίς καφέ της προκοπής μέρες και νύχτες απανωτά, έχω βρεθεί σε κάθε underground μέρος όπου μετά οινόπνευμα και φωτιά και όχι ντουζ το καθάριζε και οι άνετες κατά τα λεγόμενα διακοπές, έχουν μετατραπεί σε survivor και μου λένε πάνω που έχω απλωθεί, ότι πρέπει να πάρω τον κώλο μου και να το πάρουμε αντίστροφα.
Κόντρα στα προγνωστικά, δεν τσιμέντωσα κανέναν τους, πήρα τον κώλο μου, πήρα και την προίκα μου και επιστρέψαμε ξανά με γκραν γκινιόλ καταστάσεις.
Αλλά είχα δει αυτό, που είχα ξεκινήσει να δω, το οποίο επαναλάμβανα σαν μάντρα, όταν η παρέα με χαμηλωμένα αυτιά με παρακαλούσε να μην αναφερθώ σε λεφτομέρειες του ταξιδιού έκτοτε παραέξω.
Και κάπως έτσι είναι η ζωή. Το 'χουμε;  

Ο Μήτσος και η Σούλα.Where stories live. Discover now