ο Μήτσος, η Σούλα και τα πορτραίτα

18 1 0
                                    


  Αυτές τις ημέρες κόβω βόλτες και ζητάω την γνώμη του κοινού σαν γιαλατζί Ιεχωβού.
- Μήπως έχετε μία ώρα ελεύθερη που θέλω να σας ρωτήσω κάτι; Σκοπίμως ρώτησα ανθρώπους που κόβει το μυαλό τους και έχουν και ευχέρεια στην σαφή αποτύπωση του συλλογισμού τους. (Ναι για σένα Σούλα είναι η μπηχτή, που άλλα λες, άλλα θες να πεις και χρειάζεσαι οπωσδήποτε λεξικό δώρο τα Χριστούγεννα από τον Santa.)
Ερώτημά μου ήταν το πώς σκιαγραφείς έναν άνθρωπο, το έργο του και το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε, πετσοκόβοντας τόσο ώστε να προστατεύσεις την προσωπική του ζωή και επιλογές που καθόρισαν σαφώς την οπτική και το έργο του αλλά από την άλλη να σκιαγραφήσεις τον άνθρωπο πίσω από το έργο καθώς καμία δημιουργία δεν είναι μπάσταρδη αλλά έχει τουλάχιστον 2 γεννήτορες, τον άνθρωπο και το νταραβέρι του με ό,τι λέμε ζωή.
Μου ζητήθηκε να κάνω μία σειρά "πορτρέτων" και βάρεσα εμπλοκή γιατί το έργο τους στην σκέψη μου είναι αλληλένδετο αλλά και εκφορά ταυτόχρονα του τι άνθρωποι ήταν, τι βιώματα είχαν και ποιες ήταν οι προσωπικές επιλογές απέναντί τους.
Επειδή δεν το πιάνει ο καθένας με την πρώτη, έθεσα ακόμη και την ερώτηση...
- Σκέψου τι έχουμε πει τα δυο μας και μετά πρέπει να παρουσιάσω τι έχεις κάνει στην ζωή σου και παράλληλα ποιος είσαι... άρα τι ποσοστό θα μπορούσα να περισώσω από όσα έχουμε πει και να το βγάλω έξω, δίχως να παραβιάσω την ιδιωτικότητα αλλά να σε σκιαγραφήσω ταυτόχρονα με σαφείς γραμμές;
Εκεί είναι που ο άλλος παθαίνει μια μικρή κολούμπρα γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των συζητήσεων που κάνω, δεν είναι για παραέξω, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό και από τις προσωπικές αναφορές του καθενός.
Προφανώς έλαβον διάφορες γνώμες από το κοινό, χωρίς κανείς να το έχει 100% σε αυτοπεποίθηση ότι είναι η σωστή αλλά η πλέον "ασφαλής" πρόταση.
Από την πλέον απλή και ορθολογική, τύπου... γάμα το ό,τι προσωπικό ξέρεις, κάνε ότι δεν ξέρεις, το κάνεις γαμάτα έτσι και αλλιώς και εστίασε στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και στις τεχνικές παραμέτρους του έργου. Αυτό μου κάνει λίγο φωτογραφία ταυτότητας με τα στοιχεία από την πίσω πλευρά. ύψος τόσο, ονοματεπώνυμο τάδε, τόπος γέννησης Πέρα Τραχανοπλαγιά, θρήσκευμα Ορθόδοξο. Άρα είμαστε εξακρίβωση στοιχείων στο περίπου.
Έτερη προσέγγιση είναι η αγαπημένη μου τρολιά του Μήτσου και της Σούλας στο πιο φλύαρο, κοινώς όντως υπήρξε ένας Μήτσος και μία Σούλα, μπορεί να τους λένε και έτσι, μπορεί και όχι και έχω μία ιστορία για να σας πω για αυτούς στην οποία θα ξέρουμε εκ προοιμίου ότι έχω πετσοκόψει κατά το δοκούν κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο, που θα μπορούσε να ταυτοποιήσει τον Μήτσο και την Σούλα για να εστιάσουμε στο τι ατάκα ξεφούρνισε ο Μήτσος και η Σούλα κάθε φορά. (Περιττό να πω εδώ ότι υπάρχουν δεκάδες πρόσωπα πίσω από τον Μήτσο και την Σούλα και ενίοτε ο Μήτσος είναι Σούλα και αλλάζω τα φύλα για να μην πιάσει κάποιος που μπορεί να ψυλλιαστεί για ποιον μιλάω, το πραγματικό πρόσωπο από πίσω, κοινώς μπορεί να έχω αλλάξει εντελώς την ιστορία στην φωτοσοπιά μέχρι να γίνει αγνώριστο το αρχικό πρόσωπο και να μείνει μόνο η κουβέντα, που είναι απαλλαγμένη από τους προσωπικούς ιδιωματισμούς του καθενός (όλοι έχουμε, αν δεν έχετε πάρει χαμπάρι τους δικούς σας, τους ξέρουν ήδη οι άλλοι.)
Η τρολιά της υπόθεσης είναι ότι μου ζήτησαν τα "πορτρέτα" ακριβώς λόγω της προσωπικής μου σχέσης με τον Μήτσο και την Σούλα, που χάρη σε αυτή, ξέρω όσα ξέρω και μπορώ να αναλύσω το έργο από όλες τις οπτικές γωνίες γιατί δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα να πω
- ρε μαλακα Μήτσο δεν καταλαβαίνω την τύφλα μου εδώ πέρα με τόσες πέργκολες και λιανοτράγουδα. Για την Σούλα δεν τα λες αυτά ή έχω χάσει επεισόδια; Τι σκατά σχέση έχει η Σούλα που σε έφτυσε και σέρνεσαι στα πατώματα με την ωδή στην Sailor Moon?
Ωχ! Μαλακία μου. Δώσε μου 5 λεπτά να πετάξω υπότιτλο. Τα καλύτερα έργα, δεν έχουν γραφτεί ποτέ για μία αφηρημένη ιδέα, για την έμπνευση από μία φανταστική Μούσα και άλλες τέτοιες πίπες που λέγονται εδώ και εκεί, ως ξεπέτες και κάνουν μανιέρα και οι άλλοι που έρχονται ξωπίσω πιθηκίζοντας. Κάθε τι που έχει ξεχωρίσει και έχει αντέξει λίγο παραπάνω στον χρόνο έχει δημιουργηθεί για έναν και μόνο συγκεκριμένο άνθρωποι και όλοι κάνουμε τους μπανιστιρτζίδες με τα σπόρια, κάνοντας πως καταλαβαίνουμε.
Την τύφλα μας καταλαβαίνουμε.
Εξ' ου και η αδιακρισία μου του τύπου θα μου πεις για ποιον και γιατί το έκανες αυτό.
Κάποτε είχα κάνει και δοκιμή πάνω σε αυτό σε ένα μεγάλο δείγμα. Πήρα αποσπάσματα έργων, που ήξερα για ποιον ή για τι είχα γραφτεί και τα είχα ανακατέψει με άλλα που ήταν εμπνευσμένα από φανταστικές μούσες. Όλα δίχως ονόματα. Όλα σκοπίμως ημιτελή. Και όλα διαφορετικών ανθρώπων και διαφορετικά στυλ γραφής. Και πάλι ζητούσα την γνώμη του κοινού για να τσεκάρω τα άνωθεν. Ρώτησα από τον πιο τσιμεντόβλακα σε θέματα τέχνης, μέχρι τον πιο πλέον καλοδιαβασμένο, φτυχιούχο κριτικό τέχνης. Για να ανεβάσω το επίπεδο της τρολιάς, έφτασα μέχρι αναγνωρισμένο συγγραφέα με εμπειρία δεκαετιών, παρουσιάζοντάς τα όλα σαν δουλειές-δοκιμές φερελπιδων συγγραφέων, σπρώχνοντας ελαφρά να έχουν το προβάδισμα οι αρλουμπίτσες.
Από τον πλέον τσιμεντόβλακα μέχρι τους φτυχιούχους και αναγνωρισμένους, όλοι διάλεξαν τις παραλλαγμένες πραγματικές ιστορίες. Οι τσιμεντόβλακες δεν είχαν ιδέα για ποιο λόγο ακριβώς, οι πιο ψαγμένοι τις ξεχώρισαν με την μία και τις κατέταξαν και με βαθμό "ειλικρίνειας".
Από την άλλη το αναπάντεχο σε όλες αυτές τις κουβέντες ήταν όλα όσα έλειπαν από την εν λόγω παραμετροποίηση, όταν λέμε περιέγραψε έναν άνθρωπο πίσω από μία δημιουργία.
Η κοινή συνισταμένη ήταν πάντα "σημασία έχει το έργο, τα υπόλοιπα τα εν οίκω μη εν δήμω".
Και καθώς η συζήτηση ήταν κυρίως γύρω από προσωπικές επιλογές, ζωές κτλ έφευγε όλο από το τραπέζι με την μία και δεν βρισκόταν τίποτε που να μπορεί να πρέπει να λογοκριθεί για να μην μας πιάσει η κουτσομπολιάστρα μέσα μας.
Και αφού αυτήν την κουβέντα την έχω κάνει ξανά και ξανά με διάφορες παραλλαγές, συνειδητοποίησα πόσο στεγνή τμηματοποίηση κάνουμε αυτόματα. Από εδώ το έργο. Να το. Από εδώ το πλαίσιο. Να το και αυτό. Από εδώ η ζωή του. Λυπάμαι, έχει απαγορευτικό, δεν θα μπείτε εδώ. και μετά τίποτα. νάδα. ριεν. δεν μπορούμε να σκεφτούμε άλλες παραμέτρους. Σωστά;
Πάμε πρόβα. Ο Μήτσος ήταν τρεζ ιμπορτάντ. Ο Μήτσος ανήκε στην γενιά του γραφικού ρομαντισμού με μία εσάνς περιρέουσας θλίψης καθώς αρμόζει στον αυθεντικό καλλιτέχνη που αφουγκράζεται τα υπαρξιακά αδιέξοδα και γίνεται κοινωνός τους, γεφυρώνοντας το χάσμα με τον άγνωστο αναγνώστη, που έχει διαφορετικές καταγραφές αλλά μέσα από την μινιμιλιστική και συχνά επώδυνη για τον ίδιο προσέγγιση της προσωπικής του αλήθειας, επικοινωνούσε τις πανανθρώπινες ερωτήσεις που αναπόφευκτα κάθε αναγνώστης έχει ήδη αναρωτηθεί τουλάχιστον άπαξ στη ζωή του.
Καλό ε; Τρε σικ κατά πώς αρμόζει σε τρεζ ιμπορτάντ ανθρώπους, όπου αναλύεις το έργο τους. Με λίγο δούλεμα ακόμα, μπαίνει και ως επίσημη, καθώς πρέπει κριτική.
Πάμε τώρα την δεύτερη εκδοχή για τον ίδιο άνθρωπο πάντα.
Ο Μήτσος ήταν ψηλός και ταυτοχρόνως ατσουμπαλος και κοινωνικά αδέξιος. Ήταν χοντρούλης παρά το ύψος του με κατσαρά μαλλιά, που δεν έστρωναν με τίποτα και είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια χτενίσματος εδώ και χρόνια. Είχε δοκιμάσει να φορέσει καπαρντίνα και καπέλο για να προσθέσει έναν τόνο μυστηρίου και διακριτικής γοητείας αλλά ήταν τόσο ατσούμπαλος που στην καλύτερη έμοιαζε γραφικός, στην χειρότερη με τον ανώμαλο μπανιστιρτζή της γειτονιάς, που σε παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του και αναρωτιέσαι πότε θα σε βρουν στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς.
Στην πραγματικότητα ο Μήτσος μπορεί να ήταν μπανιστιρτζής αλλά δεν ήταν ο ψυχάκιας της γειτονιάς σου. Απλά έκοβε το μάτι του χαρακτήρες και αντιδράσεις για να γράψει ακόμα μια ιστορία, μια ιστορία που μπορεί να την μοιραζόταν, μπορεί και όχι.
Αν ήταν από το μεσημεράκι και μετά ο Μήτσος βρώμαγε τσιγάρα camel γιατί κάπνιζε ασταμάτητα. Σαν έπιανε και νύχτωνε ο Μήτσος πρόσθετε ακόμα μία μυρωδιά. Εκείνη του αλκοόλ καθώς ήταν λειτουργικός αλκοολικός αλλά ποτέ δεν θα τον έβλεπες με αλκοόλ στο χέρι αν δεν σε εμπιστευόταν τυφλά, οπότε λίγοι ήξεραν αυτό του το πάθος. Άνετα κατέβαζε ένα μπουκάλι μονάχος του όσο έγραφε ασταμάτητα μέχρι να ξημερώσει και ενίοτε να πάει καρφωτός στο μεροκάματο με τα μάτια κατακόκκινα και πρισμένα από τους μαύρους κύκλους αλλά κανένας δεν τολμούσε να ζητήσει λεπτομέρειες καθώς ήταν τυπικότατος και αναντικατάστατος στην πρωινή του δουλειά.
Όσο γαμάτος ήταν ο τίτλος της δουλειάς του, τόσο χάλια ήταν οι οικονομικές απολαβές της σε συνάρτηση με τον όγκο της δουλειάς, που έβγαζε αλλά και την γνώση στο αντικειμενό του. Σκέφτηκε να παραιτηθεί κανα δυο φορές αλλά καθώς οι καλλλλιτέχνες δεν ευδοκιμούν στο εύκρατο κλίμα της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την φάτσα του, τους ατσούμπαλους τρόπους του και το γεγονός ότι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα πέραν του φτυχίου του, απέκλειαν κάθε πιθανότητα οικονομικής επιβίωσης σε περίπτωση ανεργίας.
Με ένα ψευδώνυμο ήταν ήδη αγαπητός στο αναγνωστικό κοινό, που φαντάζονταν έναν γοητευτικό, καλοστεκούμενο μεσόκοπο κύριο, με σαφή οικονομική άνεση καθώς έμοιαζε να είχε ταξιδέψει σε ποικιλία εξωτικών προορισμών, τις οποίες περιέγραφε με χρώματα που θα ζήλευε το National Geographic σε HD.
Ο Μήτσος ήξερε την ήττα και δεν την έτρεμε πια, την είχε αποδεχτεί όμοια με τον βρεγμένο την βροχή που συνεχίζει. Έτρεμε τους συμβιβασμένους ανθρώπους όχι γιατί τους απεχθανόταν αλλά γιατί του θύμιζαν ό,τι προσπαθούσε να ξεχάσει, δηλαδή πως κατά βάθος είχε και ο ίδιος συμβιβαστεί με ό,τι του δόθηκε και ντρεπόταν που έψαχνε εξόδους διαφυγής, στο αλκοόλ και στα εξωτικά ταξίδια για τα οποία ήταν διατεθειμένος να στερηθεί τα πάντα εκτός από τα τσιγάρα και το αλκοόλ.
Απέφευγε τας κοινωνικάς εκδηλώσεις και τους συγχρωτισμούς γιατί το είχε εμπεδώσει ότι δεν το 'χε και απεχθανόταν να αντικρύζει τον αποδοκιμασία και τον οίκτο στα μάτια των άλλων. Όσο για τους αναγνώστες που έπλαθαν με το μυαλό τους την εικόνα ενός ανθρώπου γεμάτου αυτοπεποίθηση, εμπειρίες και απιστεφτάμπλ ρομαντικού κόντρα στην ματαιότητα της μίζερης καθημερινότητας, δεν έκανε το παραμικρό να τους ενισχύσει ή να ανατρέψει την εικόνα που είχαν. Ήξερε ότι δεν τον αφορούσε.
Έτσι και αλλιώς δεν έγραφε για κανέναν. Για την πάρτη του έγραφε, να πάρει μία ανάσα ακόμα και να συνεχίσει. Και έγραφε στα κρυφά πάντα σε ένα πράσινο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο που κρατούσε στο γραφείο του. Όσα και αν γινότανε, όσες ανατροπές και αν έγιναν, έγραφε χειρόγραφα και τα περισσότερα τα κρατούσε στα συρτάρια και ελάχιστα μόνο κατόρθωναν να περάσουν τον "κόφτη" και να μπουν σε εκείνο το πράσσινο τετράδιο που στόλιζε το γραφείο του.
Ο ίδιος αγώνας μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα μέχρι εκείνο το απόγευμα που είχε επισκέψεις στο σπίτι του. Σπάνια είχε επισκέψεις. Οπότε πετάχτηκε να ψωνίσει γλυκά από το κοντινό ζαχαροπλαστείο να τους κεράσει. Επιστρέφοντας και μπαίνοντας στο σπίτι, είδε την ανηψούλα του να τρέχει στο σπίτι σκορπίζοντας κομμένα χαρτιά στο διάβα της, γελώντας και οι μεγάλοι να γελούν μαζί της με την χαρά της. Εκείνη την στιγμή, είδε την καρδιά του να σκίζεται στα χέρια αυτού του παιδιού, που έσκιζε και γελούσε ταυτόχρονα.
Έτρεξε να περισώσει ό,τι προλάβαινε από την καταστροφική της ευδαιμονία. Από όλο το τετράδιο είχαν μείνει μόνο δυο σκισμένες σελίδες σε αυτό και το εξώφυλλο. Σε όλο το υπόλοιπο τετράδιο αφού είχε ζωγραφίσει με τους μαρκαδόρους που είχαν μαζί, άρχισε να τα σκίζει και να τα κάνει χαρτοπόλεμο.
Γύρισε και κοίταξε ξανα με απόγνωση τους μεγάλους που γελούσαν με το συμβάν και τους ρώτησε
- Γιατί δεν της το πήρατε από τα χέρια πριν αρχίσει να το σκίζει; Τι κάνατε; Απλά καθόσασταν και κοιτούσατε;
- Δεν θέλαμε να της χαλάσουμε χατίρι. Είναι τόσο χαρούμενη. Κοίτα! Θα σου έκανε καρδιά να την μαλώσεις; Έτσι και αλλιώς χάρη σου έκανε. Ήρθε η ώρα να το αποφασίσεις πως απέτυχες σε αυτό και δεν έχει κανένα νόημα να γράφεις αλλά αντ' αυτού να σοβαρευτείς να κάνεις και εσύ κανα παιδί, να κάνεις επιτέλους κάτι της προκοπής και να μην περιφέρεσαι σαν ρεμάλι.
Μετά από λίγο έφυγαν. Ο Μήτσος μάζεψε όλα τα κομμένα χαρτάκια, ίσιωσε τα τσαλακωμένα και έβαλε το σελοτέιπ πάνω στο γραφείο του. Πάλεψε όλη νύχτα να φτιάξει ξανά τις σελίδες όπως ήταν πριν. Δεν τα κατάφερε όσο και αν προσπάθησε. Παρολη την προσπάθειά του έλειπαν κομμάτια και κάποια ήταν τόσο σκισμένα που ήταν αδύνατο να ενωθούν.
Ο Μήτσος δεν ξαναγόρασε καινούριο πράσσινο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο. Δεν ξαναγόρασε κανένα τετράδιο, οποιουδήποτε χρώματος με οποιοδήποτε εξώφυλλο.
Αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποτέ. Και δεν ξαναέγραψε.
Αποφάσισε να υποταχθεί σε ό,τι του έλεγαν. Λίγο καιρό μετά παντρεύτηκε από λογική και αρκετό καιρό αργότερα είχε δυο παιδιά και περιορισε το ποτό μόνο όταν κοιμόταν γυναίκα και παιδιά και ερχόταν επισκέψεις ο πεθερός.
Ο Μήτσος ήταν ένας ακόμη ανώνυμος, γραφικός, που μπορεί και να τον έχεις προσπεράσει στο τραίνο για να βγεις πρώτος στη στάση. Στην σύντομη διαδρομή του επηρέασε αρκετούς που προσπάθησαν να τον μιμηθούν λόγω της μοναδικής του ικανότητας στην αφαίρεση που είχε ο λόγος του για να είναι πιο ουσιαστικός.
Λένε πως ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με επίθετα και επιρρήματα. Το γνώριζε και τα απέφευγε συνειδητά σε μία εποχή που δεν έχαιρες σεβασμούς αν η πρόταση σου δεν ξεκινούσε σήμερα για να τελειώσει μεθαύριο, δυο σελίδες παρακάτω.
Ό,τι δεν κατάφεραν να πετύχουν ένα σωρό μυθιστορηματικές ανατροπές το κατάφερε ένα σκισμένο τετράδιο στα χέρια ενός παιδιού που γελούσε χαρούμενο, σε πλήρη άγνοια του τι είχε κάνει και η απερίφραστη επιδοκιμασία των ενηλίκων γύρω του.
Και έτσι ο Μήτσος επέλεξε να χαθεί και δεν ξανάκουσε ποτέ κανείς για αυτόν.
Και οι δυο ιστορίες περιγράφουν το έργο και την διαδρομή του Μήτσου.
Στην πρώτη περιγραφή χωράει και ο Μήτσος και ο Κίτσος και ο Pitsos και άλλοι ακόμα που δεν γνώρισα ποτέ επί προσωπικού.
Η δεύτερη ιστορία είναι ο Μήτσος και μόνο ο Μήτσος.  

Ο Μήτσος και η Σούλα.Där berättelser lever. Upptäck nu