^^36^^

136 10 2
                                        

Ξυπνησα το πρωι και χαμογέλασα. Το δυνατό χερι του Φοίβου τύλιγε τη μέση μου.

Τον φιλησα απαλά στα χείλη. "Πάω να φτιαξω πρωινό" ψιθυρισα και σηκώθηκα απο το κρεβάτι.

"Ενα τοστ για μένα." είπε σηκώνοντας το χερι του σαν μωρο στο νηπιαγωγείο βυθίζοντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι.

"Δεν είμαι η δούλα σου." μούγκρισμα δήθεν εκνευρισμένη.

"Απο δω και πέρα θα είσαι." είπε και γραπωθηκε απο το ποδι μου αναγκάζοντάς με να τον συρω.

"Αν είναι να κυκλοφορούνε έτσι, μήπως να εχανες κάνα κιλό;" γελασα.

"Όχι αστειάκια σε μένα πλουσιοκόριτσο." μουγκρισε.

Αφού τον εσυρα μέχρι την κουζίνα, σηκώθηκε και με βοήθησε να ετοιμασουμε πρωινό.

Και τι δεν κάναμε. Της Παναγίας τα ματια φτιάξαμε.

Όχι να το παινευτω, αλλά είμαι και πολύ σούπερ μαγείρισσα.

Μόλις τελειώσαμε διέταξαν τον Φοίβο δήθεν αυστηρα: "Τραβά ντυσου τώρα μην έρθουν τα παιδιά και σε βρουν με το βρακι." και μετα άρχισα να γελαω.

"Τραβά ντυσου, μην έρθουν τα παιδιά και σε βρουν με τη ρόμπα και τα εσώρουχα." επανέλαβε τα λογια μου κοροϊδευτικά.

Με πήρε στην πλάτη του σαν κατσίκι και με μετέφερε στο δωμάτιο για να ντυθουμε.

{..}

Έπειτα απο ατέλειωτα πειράγματα στο δωμάτιο, το κουδούνι χτύπησε.

Ανοιξαμε την πόρτα εγώ και ο Φοίβος για να αντικρισουμε την Νίκη με το αγόρι της.

Εκανα γρήγορα τις συστάσεις: "Φοίβο απο δω ο Σπύρος, Σπύρο, απο δω το αγόρι μου ο Φοίβος."

"Περαστε!" είπα εύθυμα βλέποντας την Νικη να με κοιτάει με ανοιχτό το στόμα.

"Βλακα τι καθισες και έκανες πρωί πρωί;" με ρώτησε αναυδη.

Κάθισε γρήγορα στην καρέκλα με τον Σπυρο δίπλα της και απέναντι εγώ με τον Φοίβο.

Τα αγόρια δεν άργησαν να δέσουν και πιστεύω πως θα γίνουν κολλητοί οπου να ναι!

Τι άλλο θέλω; Όταν έχω τέτοιους ανθρώπους δίπλα μου;

{..}

Ειχαμε πάρει τους καφέδες μας και καθομασταν οκλαδόν στους καναπέδες.

Το κουδούνι χτύπησε. "Πάω εγώ!" είπε η Νίκη και πετάχτηκε με προθυμία.

Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε. "Φύγε." είπε δυνατά.

Σηκώθηκα όρθια για να αντικρισω τον μαλακά τον Γιώργο. Το αριστερό του μάτι ηταν μαυρισμενο.

"Γιώργο τι θες;" φωναξα και ο Φοίβος σηκώθηκε αστραπιαία στο πλευρό μου.

"Σε είχα προειδοποιήσει μεγάλε." είπε.

"Θέλω να μιλήσω στην Αλεξάνδρα." απαίτησε.

"Τρια λεπτα." είπα ειρωνικά.

"Ιδιαιτέρως." είπε.

Βγήκαν εξω στο πεζοδρόμιο και κράτησαν την πόρτα μισανοιχτη.

"Σε ακούω. Αν και να ξέρεις, οτι δεν εχεις καμια ελπίδα."




Αυτά που λετεεε!! Πάω να ανεβασω κι άλλο!! Οπου να ναι τελειωνουμε.. Να το ξέρετε😍μην μου στενοχωριετστε ομωωως!! Θα ανεβασω αλλη ιστορία!! Φιλακιαα

City of AngelsWhere stories live. Discover now