^^26^^

133 12 2
                                        

Έπειτα απο λίγο ένιωσα την ανάσα του Φοίβου να παιρνει εναν άλλον ρυθμο και κατάλαβα ότι ξύπνησε..

Τέντωσε το μυώδες χερι του και απομακρύνθηκε λίγο απο κοντά μου. Σαν γάτος κανει όταν τεντώνεται. Χάιδεψα απαλά το μάγουλο του στο σημείο που είχε μείνει σημάδι απο την χθεσινή μάχη.

"Καλημέρα" είπε και με φίλησε. Του ανταπέδωσα το φιλί και εκείνος με πήρε αγκαλιά.

"Σήμερα θα πάω να μιλήσω στη μητέρα μου." είπα και άφησα εναν αναστεναγμό βαρεμάρας

"Ελα ρε Αλεξάνδρα, μην αγχώνεσαι. Σιγά." απάντησε εκείνος.

Εκανα να σηκωθω αλλά με άρπαξε. "Δεν έχεις να πας πουθενά απο τώρα." είπε και με αιχμαλώτισε.

"Όσο πιο νωρίς τελειώσω τόσο το καλυτερο." είπα καθώς εκείνος με φιλούσε στο λαιμό.

"Δεν σε αφήνω εγώ να φύγεις. Εγώ είμαι ο άντρας του σπιτιού." αστιευτηκε σε αυστηρό τόνο.

Εκανα μια ακόμη ματαιη προσπαθεια να απελευθερωθω αλλά τελικά με άφησε.

Σηκώθηκα όρθια και ντύθηκα. Του έδωσα ενα πεταχτο φιλί κι εκείνος είπε πεισματαρικα: "Καλά όταν γυρίσεις θα σε περιποιηθώ εγώ." και έπειτα πρόσθεσε με πονηρό ύφος: "Δεν θα μου την γλυτωσεις." μου έκλεισε το μάτι.

Του χάρισα ενα χαμογελο και παίρνοντας το κινητό μου έφυγα.

Πήρα ενα ταξί που με πήγε μέχρι το πατρικό μου.

Κατέβηκα και αποφασιστικά χτυπησα το κουδούνι.

Η μητέρα μου άνοιξε και αναφώνησε ανακουφισμενη.

"Αγάπη μου! Ανησύχησα τόσο πολύ!! Σε έχω πάρει ποσά τηλέφωνα!" είπε και πηγαίνε να με αγκαλιάσει αλλά εγώ την απέφυγα μπαίνοντας στο σπίτι.

"Ήρθα να πάρω τα πράγματα μου." ανακοίνωσα.

"Τι έννοεις Αλεξάνδρα;" ρώτησε η μαμά μου.

"Οτι φευγω μαμά! Τι περιμένεις να κάνω όταν δεν αποδέχεσαι αυτον που αγαπάω ενω δεν τον ξέρεις καν!" φώναξα εκνευρισμένη.

"Αλεξάνδρα θα σε πληγώσει! Δεν θες να το καταλάβεις;" αναρωτήθηκε κοιτώντας το ταβάνι σε ένδειξη εκνευρισμού.

"Όχι. Γιατί δεν πρόκειται." απάντησα αυθαδικα.

"Και τώρα που θα πας; Στον Γιώργο; Με εκείνον θα μείνεις;" ρώτησε περίεργη.

"Αν θες να ξέρεις" χαμογέλασα σαρκαστικά και έπειτα συνέχισα: "Θα μείνω με τον Φοίβο. Ο Γιώργος δεν πρόκειται να ξαναμπεί στη ζωή μου." φώναξα.

"Μα είσαι με τα καλά σου; Θα διώξεις ένα παιδί που σου στάθηκε τοσα χρόνια;" εκνευρίστηκε.

Την αγνόησα και κατευθύνθηκα στο πρωην δωμάτιο μου. Μάζεψα όλα τα πράγματα μου στις βαλίτσες μου και φορτώθηκα. Κατέβηκα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα χωρίς να χαιρετήσω τη μητέρα μου.

"Θα το μετανιώσεις." φωναξε κι εγω έκλεισαν την πόρτα εκνευρισμένη.

"Ποτε." μουρμούρισα εκνευρισμένη.

Κάλεσα ενα ταξι και ξαναμεταφερθηκα στο τροχόσπιτό μας. Τη μισούσα τη μητέρα μου. Τόσο αλαζονική. Νομίζει οτι μονο εκείνη και ο Γιώργος υπάρχουν για μένα. Λάθος. Ο Φοίβος υπάρχει για μένα.

Όταν έφτασα στο στενό που ειχαμε παρκάρει  το τροχοσπιτο, φωναξα τον Φοίβο για να με βοηθήσει.

"Δεν σε βοηθαω." αρνήθηκε πεισματικά αυτός.

"Γιατί; Φοίβο θες να τσακωθω μαζί σου; Αρκετά τσαντιστηκα με την μητέρα μου." είπα.

"Θέλω αντάλλαγμα." είπε και μου έκλεισε το μάτι.

"Καλά" είπα και σουφρωσα τα χείλη μου. Χαμογελασα.

Πήρε τις μισές βαλίτσες μου και τις ακούμπησε σε μια ντουλάπα. Έπειτα, με πήρε σαν να ήμουν κατσίκι και βρέθηκα προσγειωμενη στην πλάτη του.

Με γαργάλησε στα πλευρά κι εγώ άρχισα να γελάω. Με ακούμπησε στο κρεβάτι και είπε παιχνιδιάρικα: "Τώρα, νομίζω οτι κάτι μου χρωστάς" και με φίλησε.




Αυτό για τώρα! Ελπίζω να σας αρεσε! Φιλάκια πολλά μέχρι το επόμενο😚
Πατήστε και κάνα αστέρι ρε ghost readers.

City of AngelsWhere stories live. Discover now