^^16^^

188 17 3
                                        

Κανονίσαμε να βρεθούμε κάπου εξω, σε ένα μαγαζί στη γειτονιά μου.. Έπρεπε να πάω να ετοιμαστω.

Εβαλα γρήγορα ενα κολαν και έριξα απο πάνω ένα πουκάμισο. Πήρα τα κλειδιά και το κινητό μου και έφυγα.

Συνάντησα τον Φοίβο στο πρωινάδικο που ειχαμε κανονίσει να συναντηθούμε. Μα καλά, πως στο καλό είχε φτασει πιο γρήγορα από μενα;

Τον πλησίασα. Στα χείλη του σχηματίστηκε ενα πλατύ χαμόγελο. Σηκώθηκε όρθιος και με πήρε αγκαλιά. Τον φίλησα στο μάγουλο κι εκείνος μου ανταπέδωσε το φιλί. Χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλια. "Είσαι πολύ όμορφη." ψιθύρισε στ'αυτι μου και ξανακαθισε.

Καθιστά κι εγώ μαζί του και αφού φαγαμε πρωινό και ηπιαμε καφέ, καθισαμε και μιλούσαμε με τις ώρες. Είναι τόσο γλυκός. Κι αυτά τα ματια του. Θες να βουτηξεις μέσα τους.

Μιλήσαμε για διάφορα θέματα. Δεν πιστεύω την μαμά μου. Είναι τόσο γλυκός, πολύ συνεσταλμένος. Έξυπνος. Δεν ξέρω ακόμα τι τον έσπρωξε στο κλέψιμο. Έχω σκοπό να τον ρωτησω.

Κάποια στιγμη μαζεψα το θάρρος και το κουράγιο μου και είπα: "Φοίβο, θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά.."

"Σε ακούω" απάντησε κουνώντας το κεφάλι του.

"Ε, πως, ε θέλω να πω γιατί ξεκίνησες τις κλοπές;" είπα διστακτικά.

"Δεν ντρέπομαι να σου πω." είπε. "Εμπλεξα με άσχημες παρέες, οι δικοί μου ηταν αλκοολικοί και αποφασισα να φύγω απο το σπίτι. Ακόμα απορώ γιατί έμεινα εκεί για τοσα χρόνια. Μαζί τους. Ήμουν μικρός κι έχω φαει πολύ ξύλο. Έμαθα να αντεχω. Μισώ τους ανθρώπους που με έφεραν στη ζωή. Μέχρι ενα σημείο. Απο εχθες όλα άλλαξαν." και καθώς ελεγε όλα αυτά, το πρόσωπό του σμιλευόταν απο πικραμένους μορφασμούς.

Έπιασα το χερι του. "Θα είμαι εγώ εδώ αν το θες." ψιθύρισα.

"Απο χθες Αλεξάνδρα, κατάλαβα οτι ίσως και να μην μισώ την ζωή μου. Ε, βρήκα εναν λόγο να ζω. Βρήκα κάποια που να μαι ενδιαφέρει. Είσαι πολύ καλη, με εσωσες δυο φορες. Μια απο φυλακη και μια απο ξυλοδαρμό.. Σε ευχαριστώ. Σε αγαπώ." είπε και με φίλησε.

Τον φιλησα κι εγώ. Κάμποσα δευτερόλεπτα μείναμε ετσι. Μια φωνη μας διέκοψε.

"Αλεξάνδρα;" γύρισα για να δω τον Γιώργο.

"Γεια σου Γιώργο." είπα ψύχραιμα μα εκείνος είχε ηδη γυρίσει την πλάτη του κι έφυγε.

Δεν θα έτρεχα και απο πίσω του.

Ο Φοίβος μου είπε γελώντας, "Πολύ νευρικός δεν ήταν ο τύπος;"

"Ε κάτι λίγο." απάντησα.

"Είμαι λίγο κουρασμένος απο χθες." είπε εκείνος.

"Ε, αν θες μπορείς να έρθεις σπίτι μου να αραξουμε, η μαμά μου λείπει.." πρότεινα. Δεν ήθελα να φύγει.. Είχε παει μεσημέρι και η αλήθεια είναι οτι χρειαζομουν κι εγώ λίγο ύπνο ακόμα..

"Ε, κοιτά, ειλικρινά. Δεν θέλω να σου γίνομαι βαρος." είπε κοιτώντας κατω.

Σηκωσα με το δάχτυλο μου το πηγούνι του. "Καθόλου βαρος. Ακόλουθα με." είπα και κλείνοντας του το μάτι σηκώθηκα.

Με μιμήθηκε και πήγαμε σπίτι μου.



Αυτό ήτανε, καλό? Ελπίζω να σας άρεσε! Φιλακιαα😘😘🙈🙈🙊🙊

City of AngelsWhere stories live. Discover now