Έπειτα από δύο ώρες βαρετής και άσκοπης έρευνας, βρήκαμε ενα στοιχείο. Αφού είχαμε ψάξει σε όλο το ίντερνετ και όλους τους καταλόγους για το όνομα Φοίβος Νικολόπουλος χωρις αποτέλεσμα αρχίσαμε να ψάχνουμε αρχεία αγορών σε διάφορα μαγαζιά. Επιτέλους, βρηκαμε αποτέλεσμα σε μια αγορά ενος τροχόσπιτου.
"Τρέχα γύρευε! Άντε να βρούμε που έχει στήσει το τροχόσπιτο του αυτός ο Φοίβος τώρα..." αναφώνησα αγανακτισμένη.
"Ελα ρε Αλεξάνδρα! Μην απελπίζεσαι!! Κινητό δεν εχει ο τυπος; Τι είναι; Άνθρωπος των σπηλαίων;" μου είπε η Νίκη σε προσπάθεια να με καλμάρει.
"Δηλαδή τώρα πρέπει να ψάξουμε όλους τους τηλεφωνικούς καταλόγους;!" είπα και δάγκωσα το σάντουιτς που μας έφερε η μαμά μου να φάμε.
"Ναι και θα το κάνουμε, διαφορετικά, δεν θα πάρεις πίσω την τσάντα σου!" μου είπε και με χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο.
Συνεχίσαμε για ακόμη μιάμιση ώρα, χωρίς αποτελεσματα, η Νίκη φώναξε ενθουσιασμένη: "Πως είπαμε οτι τον λένε τον τυπάκο; Φοίβο Νικολόπουλο;"
"Ναι!!" είπα εγώ ενθουσιασμένη με τα μάτια μου να κοιτάμε την Νίκη παρακλητικά.
"Τον βρήκα!! Εδώ γράφει το κινητό του και την τρέχουσα τοποθεσία! Λοιπον, αυτό είναι πολύ χρησιμο σάιτ, το βάζω στα αγαπημένα." είπε η Νίκη χαμογελώντας.
Αγκαλιαστήκαμε, την ευχαρίστησα, και μου έδωσε την διεύθυνση του Φοίβου. Τυλίχτηκα ξανά στο κασκόλ μου και πετάχτηκα στον δρόμο.
Πήρα το λεωφορείο και κατέβηκα στα Εξάρχεια. Έβαλα τον πλοηγό στο κινητό μου και ακολούθησα το στίγμα.
Σταμάτησα στο τέλος του δρόμου και μπήκα σε ενα στενό. Εκεί, είδα στημένο ενα τροχόσπιτο. Χτύπησα την πόρτα. Η καρδιά μου σφίχτηκε.
Η πόρτα άνοιξε. Με το που με είδε ο Φοίβος, μου κοπανησε την πόρτα στη μούρη. Δεν είχα σκοπό να το βάλω κάτω. Ξαναχτύπησα πιο επίμονα.
Απότομα η πόρτα άνοιξε. "Τι θέλεις απο μένα;" είπε ο Φοιβος κοιτάζοντας με επίμονα στα ματια.
"Ε, κοιτά, θα ήθελα την τσάντα μου πίσω." είπα ανταποδίδοντάς του το βλέμμα.
"Ναι, μισο λεπτο." είπε και έκλεισε την πόρτα. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο, ξανάνοιξε και μου έδωσε την τσάντα μου. "Δεν έχω πειραξει τίποτα, είναι όλα μέσα." είπε.
"Όχι, κοιτά, τα χρήματα, παρτα." είπα δίνοντας του τα χρήματα μέσα απο το πορτοφόλι μου.
"Όχι, δεν θέλω την ελεημοσύνη σου πλουσιοκόριτσο. Εσύ τα εχεις όλα γλυκιά μου." πρόσθεσε.
"Δεν με ξέρεις." ανταπάντησε με απέχθεια.
"Για να σκεφτώ.. Γαματη οικονομική κατάσταση, αμαξαρα την οποία διελυσες στα δεκαοκτώ σου, σπιταρονα, καταχρήσεις, εμ, ξέχασα τίποτα;" ρώτησε σαρκαστικά.
"Ελλειψη πατέρα, ποτέ καταχρήσεις, μητέρα που μόλις συνήλθε απο κατάθλιψη." είπα κοιτώντας τιν σκληρά στα μάτια.
Με κοίταξε και μου είπε δήθεν συνομωτικά: "Να σου δώσω δυο συμβουλες;"
Κοίταξα τα γαλανά του ματια και απάντησα: "Ελεύθερα."
"Πρώτον, μην πιστεύεις την κάθε κλαψιαρα ιστορία που λέει ένας αληταράς σαν κι εμένα στην αστυνομία. Δεύτερον, μείνε μακριά μου." και έπειτα απο αυτό μου έκλεισε την πόρτα για τρίτη φορά στη μούρη.
Έκανα μεταβολή, και πήρα τον δρόμο της επιστροφής δίνοντας την υποσχεση στον εαυτό μου να ξανασυναντήσω τον Φοίβο.
Αυτά για τώρα!! Ελπίζω να σας άρεσε!! Press the star button babies❤ φιλάκια πολλά😘😘😘❤
See you later alligators😊
ŞİMDİ OKUDUĞUN
City of Angels
Genç KurguΕκείνη: Αλεξάνδρα, 22 χρονών, με αρκετά πλούσια οικογένεια. Εκείνος: Φοίβος, 26 ετών, με βαρύ ποινικό μητρώο εξαιτίας εκατοντάδων μικροκλοπών που εχει διαπράξει, κλέβει για να ζήσει. Όταν συναντηθούν τα μονοπάτια δύο τόσο διαφορετικών ατόμων, τι θα...
