Κεφάλαιο 63

195 53 19
                                    

"Μου επιτρέπεις;" Ρώτησε, ενώ εγώ αποσβολωμένη, κούνησα το κεφάλι μου

"Πως νιώθεις;" αναρωτήθηκε, καθώς ανακάθισε παραδίπλα μου, μερικά εκατοστά μακριά μου

"Περίεργα" ομολόγησα και περίμενα πράγματι να νιώσω κάποιο κόμπο στο λαιμό μου, μα το μόνο που συνειδητοποίησα ήταν πως απλά με είχε ξαφνιάσει ο ερχομός του.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, ο καθένας κοιτώντας τη θάλασσα. Ωστόσο, είχα καταλάβει πως είχε να με ρωτήσει δεκάδες πράγματα.

Πρώτο και κύριο, τι θα έκανα με την πορεία μου, στο μέλλον. Αν θα πήγαινα Αμερική, αν θα σπούδαζα, αν θα έμενα εδώ. Μα το τραγούδι, όσο καλά κι αν είχε πάει και πραγματικά κι αν οι πωλήσεις του δίσκου ήταν στα ύψη, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, δεν ήμουν ακόμη σίγουρη εάν ήταν αυτό που έψαχνα, εάν ήταν αυτό που πράγματι ήθελα να ακολουθήσω αφού τελείωνα, τις σπουδές μου στην αρχιτεκτονική.

Θα προτιμούσα κάτι πιο ήρεμο, πιο ήπιο, κάτι που να μην κλέβει τόσο πολύ τις παραστάσεις. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να βρίσκομαι πάνω σε σκηνές, με δεκάδες περιοδείες σε όλο τον κόσμο, τραγουδώντας κι έχοντας χιλιάδες κορίτσια κυρίως, αλλά και αγόρια να φωνάζουν το όνομά μου, να μου γράφουν σχόλια σε κάθε φωτογραφία που ανεβάζω. Ναι, αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν ήθελα. Είχα τις αμφιβολίες μου ακόμη και για το δικό μου δίσκο, όχι τόσο για τις πωλήσεις του, όσο για την έπειτα πορεία του και πως εκείνο θα επηρέαζε το δικό μου μέλλον.

Για κάποιους, ίσως αυτό το κομμάτι της ζωής μου να ήταν ιδανικό, να ήταν πραγματικά πολύ καλή τύχη, αλλά δεν πιστεύω πως θα ήθελαν να κοιτάξουν τις ζωές όλων εκείνων πίσω από τα λαμπερά φώτα και τις κάμερες. Να αιχμαλωτίσουν την καθημερινή ζωή., πιθανόν να τους τρόμαζε.

"Πώς ήξερες πως θα βρίσκομαι εδώ, σήμερα;" ρώτησα, βάζοντας ένα τέλος σε όλες μου τις σκέψεις

Χαμογέλασε αχνά.

"Παιδί μου είσαι, είχα τη διαίσθηση" απάντησε και για ακόμη μία φορά, θυμήθηκα πως, όταν κάποιος πεθαίνει, ένας άλλος γεννιέται. Όταν γεννήθηκα εγώ, πέθανε η πραγματική μου μητέρα. Μία μητέρα που ποτέ δεν κατάφερα να κλάψω κι όσο κι αν την αγαπώ στη σκέψη, δε μπόρεσα να νιώσω τον πόνο που ένιωσε ο Αλέξανδρος.

Έμεινα σιωπηλή, χαμογελώντας εξίσου στη σκέψη μιας όμορφης αλλιώτικης οικογένειας. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια ήμουν μόνη μου, μοναχοπαίδι. Η έλλειψη ενός αδερφού με πονούσε ακόμη και στη φαντασία. Είχα συνηθίσει να έχω στο πλευρό μου μία παρουσία, είτε εκείνη ήταν του Χρήστου, είτε του Παναγιώτη και πόσο μάλλον, μίας μακρινής αδερφής, της Δώρας. Όλα ήταν πολύ πολύπλοκα, μα κανένα από αυτά δεν ήταν αδερφός, αδερφή εξ αίματος.

Μείνε [✔️]Unde poveștirile trăiesc. Descoperă acum