Κεφάλαιο 62

231 57 20
                                    

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να καταλάβω τι ήμερα ήταν, πόσο σημαντική ήταν και, που επρόκειτο να πάω. Ήμουν επισήμως, εδώ και οχτώ ώρες ενήλικη. Είχα κλείσει πράγματι τα δεκαοχτώ μου χρόνια και παρόλα αυτά, ένιωθα σαν να ζούσα ένα ολόκληρο αιώνα. Γεμάτη εμπειρίες, φόβους, εχθρούς και φίλους. 

Η μέρα Σάββατο, οι εξετάσεις πλησίαζαν απειλώντας κάθε μέρα τους ύπνους μου, το στομάχι μου, το κεφάλι μου και κάπου εκεί, υπήρχα κι εγώ που είχα γενέθλια. Προσευχήθηκα η μέρα να είναι καλή, να μην χρειαστεί να παλέψω με εμένα ξανά. Τουλάχιστον όχι σήμερα, όχι αυτή τη μέρα. 

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δε θα τολμήσω να κάνω κάτι που να έχει τεράστιες συνέπειες για όλη την οικογένεια μου, το είχα υποσχεθεί, ακόμη και στον Παναγιώτη, ο οποίος βρισκόταν στο πλάι μου όλο αυτόν τον καιρό πως μέχρι να δώσω πανελλήνιες θα είμαι συγκεντρωμένη σε αυτές και μόνον αυτές. Πράγμα, που στα αλήθεια προσπαθούσα να τηρήσω. Η Κωνσταντίνα ήταν σε μία κατάσταση μεταξύ κατάθλιψης κι ευτυχίας. Όλο τον καιρό που πέρασε, είχε αποδεχτεί πως μέσα της μεγάλωνε μια ζωή, μία ψυχή που είχε πλαστεί από την ίδια και το αγόρι της. Οι ναυτίες της δεν είχαν τελειωμό, πολλές φορές τα βράδια δε μπορούσε να κοιμηθεί, μα κατά κάποιο τρόπο, ένιωθε κι η ίδια υπεύθυνη για αυτό που της γινόταν.

Είχε βρει το κουράγιο να μιλήσει στους γονείς της, οι οποίοι, ιδιαίτερα ο πατέρας της, την αντιμετώπισε έτσι ακριβώς όπως φανταζόταν. Το σιχαινόταν αυτό. Όσο κι αν τη στήριζε η μητέρα της, κι όσο ευγνώμων κι αν ήταν για αυτό, η στήριξη του πατέρα της ήταν κάτι το αναγκαίο. Τον χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του και να γίνει ξανά παιδί, να μη μείνει μία έγκυος δεκαοχτάχρονη. Πόσο στερεοτυπικό της ακουγόταν αυτό... Δεν ήθελε να βγαίνει έξω, απέφευγε τα βλέμματα του κόσμου, προτιμούσε το μικρό της διαμέρισμα με την ησυχία και την κλασική μουσική. Μπορούσα, για όλους τους παραπάνω λόγους, να τη φανταστώ να μεγαλώνει το παιδί της εκεί μέσα και μονάχα, εκεί μέσα.

Αποζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού μου. Όσο κι αν έχει μπει η Άνοιξη, εδώ και δύο μήνες τώρα πρακτικά, το κρύο, ειδικά τις πρωινές ώρες, παγώνιαζε όλα σου τα σωθικά, σε παρέλυε και σου έκοβε την ανάσα. Κοίταξα διστακτικά, το θερμόμετρο στο κινητό μου και είδα πως ο καιρός έξω, σήμερα, θα ήταν πολύ περίεργος. Ακριβώς σαν κι εμένα. Κρύο το πρωί, ζέστη το μεσημέρι. Είχα ήδη αποφασίσει τι ρούχα θα φορέσω, για να μη χάσω κι άλλο χρόνο σε κάτι που μου ήταν αδιάφορο, άλλωστε, δε θα με έβλεπε κανείς στο μέρος που θα πήγαινα.

Μείνε [✔️]Where stories live. Discover now