« Εμ, εντάξει. Πρέπει να κλείσω τώρα. Χαιρετίσματα σε εσάς και τον κύριο Harris.» αποκρίνομαι και κοκκινίζω. Γιατί μου συμβαίνει αυτό;;.

«Ευχαριστούμε, Nadia. Επίσης.» λέει και κλείνει τη γραμμή.

Οδηγώ τη συνηθισμένη διαδρομή και παρκάρω. O Peter έρχεται προς το μέρος μου και για πρώτη φορά φέρεται αλλόκοτα σε μένα. Ούτε με χαιρετάει, ούτε τίποτα. Ανοίγω τη πόρτα και προσπαθώ να μην την κλείσω με δύναμη. Ακούω την Octavia  στη κουζίνα και την χαιρετάω.

«Καλημέρα, Nadia. Ετοίμασα πρωινό αλλά δεν το τσιμπήσατε.» απαντάει μουτρωμένα.

«Καλημέρα και σε σένα, Octavia. Σήμερα προέκυψε σοβαρό θέμα στη δουλειά και έπρεπε να σηκωθώ νωρίς. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Κοιμάται ακόμα;.» την ρωτάω και νεύει. Χμμ, η ώρα είναι 12.30.

Ανεβαίνω τα σκαλιά με τις μπαλαρίνες και ανοίγω σιγά την πόρτα, δυστυχώς τρίζει, γαμώτο. Φαίνεται να μην το άκουσε. Ωραία, σκέφτομαι. Προχωράω στις μύτες και είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα ημίγυμνος, καλυμμένος με το σεντόνι. Παρατηρώ την πλάτη του και αντικρίζω μία μικρή ελιά στο σβέρκο του. Πλησιάζω τα χείλη μου πάνω στην ελιά και την φιλάω. Αμέσως το σώμα του τσιτώνεται και ακούω τον αναστεναγμό του. Χαχανίζω και συνεχίζω να φιλάω κάθε σπιθαμή της πλάτης του.

«Χμμμ, τι ωραίο ξύπνημα.» αναφωνεί και σηκώνει το χέρι του για να με πιάσει. Ανεβαίνω πάνω του και κάθομαι στους γοφούς του. Χωρίς να βλέπει βάζει το χέρι του στο μηρό μου κάνοντας με να ανατριχιάσω στο άγγιγμα του. Απλώνω τα χέρια μου στη πλάτη του και τα νύχια μου περνάνε ξυστά το δέρμα του. Ακούω τις βαριές ανάσες του και δίχως να το περιμένω σηκώνει το σώμα του πετώντας με από δίπλα. Σε δευτερόλεπτα πιέζει τα χείλη του στα δικά μου. Αρχικά σαστίζω αλλά βάζω τα χέρια μου στους γοφούς του. Καθώς φιλιόμαστε ανοίγω τα μάτια μου και προσπαθώ να κοιτάξω προς τα κάτω. Νομίζω πως η στύση του μεγαλώνει και διαγράφεται μέσα από το μποξεράκι του. Νιώθω αναγούλα και τον διακόπτω. Το πρόσωπο του γεμίζει από απορία. Τι μου συμβαίνει;

Τον διώχνω από πάνω μου και βγαίνω με φόρα στο μπαλκόνι. Χρειάζομαι φρέσκο αέρα. Εισπνέω κάμποσο οξυγόνο και η αίσθηση της αναγούλας εξαφανίζεται. Γυρίζω το κεφάλι μου και τον αντικρίζω να στηρίζει το σώμα του στο τοίχο. Τον πλησιάζω και τον φιλάω στο μάγουλο.

« Μωρό μου, πρέπει να σου μιλήσω.» του λέω και σκύβω το κεφάλι κάτω. Πιάνει το πιγούνι μου και το φέρνει ίσα απόσταση από τα μάτια του.

Give Me Love Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα