«Χαχα ,βεβαίως !. Αλήθεια ,τι θέλεις να κάνω; Θέλεις να πλύνω μόλις φάμε;» της λέω κλέβοντας ένα μικρό pancake

«Έι! Μην αγγίζεις αλλιώς δεν θα σε αφήσω κακομοίρα μου να φας τίποτα!!» λέει με το αυστηρό της ύφος.

«Καλά καλά δεν χρειάζεται να με μαλώσεις.. μανούλα!» της λέω και φεύγω χοροπηδώντας προς το σαλόνι.

Κάθομαι στο καναπέ και αλλάζω συνεχώς τα κανάλια. Είναι τόσο βαρετό. Ανασηκώνομαι και πηγαίνω να ελένξω εάν έχει ετοιμάσει τα pancakes.

«Είναι έτοιμα;» της μιλάω με χαμηλό τόνο.

«Αμάν πιά!Με έπριξες.Κάτσε στο τραπέζι και θα σερβίρω!» λέει νευριασμένα.. Ουπς, την έκανα έξω φρενών.

«Έτοιμαααα!» ξεφωνίζει με ένα τόνο ευχαρίστησης. Τα βάζει μπροστά μου μαζί με δύο ποτήρια χυμό πορτοκάλι.

Δοκιμάζω και είναι φανταστικά. «Μπράβο Annie, είναι υπέροχα. Τελικά ξέρεις να ψήνεις» της λέω πειραχτικά

«Άντε βρε νούμερο!» λέει βγάζοντας τη γλώσσα έξω. Της το ανταποδίδω και αφιερώνω την προσοχή μου στα pancakes.

Μετά από 10 λεπτά παίρνω τα άδεια πιάτα, τα βάζω στο πλυντήριο μαζί με τα άπλυτα. Φωνάζω την Annie αλλά μάλλον θα είναι στο μπάνιο. Δεν ακούει...έτσι, αφήνω ένα σημείωμα πάνω στο ψυγείο.

                              

                     

Annie ,θα πάω στην βιβλιοθήκη και μετά στη δουλεία.

Θα πάρω το αμάξι σου. Θα έρθω κατά της 3.30

Φιλιά, η πολυαγαπημένη σου αδερφή. xx

Φτάνω στη δημόσια βιβλιοθήκη της περιοχής. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι και η αλήθεια είναι πως είναι το κάτι άλλο. Καλύτερο από εκεί που μένω. Παίρνω τα Ανεμοδαρμένα Ύψη και κάθομαι σε μία από τις αναπαυτικές καρέκλες. Ο χρόνος δεν υπάρχει στο χώρο. Δεν ξέρω πόση ώρα κάθομαι εδώ. Σηκώνω το βλέμμα μου  και κοιτάζω προς το ρολόι. Είναι 8.30.Κλείνω το βιβλίο και σηκώνομαι από τη θέση μου. Μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Όση ώρα οδηγώ έρχονται στο μυαλό μου πολλές σκέψεις για το τι θα κάνω τις επόμενες μέρες τώρα που μένω στην Annie.

Κατευθύνομαι προς το σουπερμάρκετ για το οποίο δουλεύω και παρκάρω το αυτοκίνητο. Βγάινω με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μπαίνω σαν φουριόζα μέσα.

«Καλημέρα κορίτσια!»λέω με μεγάλη ευθυμία. Η Judie και η Elena γυρίζουν τα κεφάλια τους και με αντικρίζουν.

«Καλημέρα και σε σένα, Nadia! Πήγαινε στην αποθήκη και τοποθέτησε προϊόντα που έχουν έλλειψη στα ράφια.» λέει κάπως βαριεστημένα κοιτάζοντας με μία κούραση με αυτά τα μικρά πράσινα μάτια.

Κουνάω καταφατικά το κεφάλι και πηγαίνω προς την αποθήκη.

Τελειώνοντας την τοποθέτηση προϊόντων, κάθομαι στο πόστο μου και ευτυχώς έρχονται κάποιοι πελάτες. Κάποιος θα με έλεγε τρελή που δουλεύω σε σουπερμάρκετ αλλά εμένα με χαροποιεί όταν μιλάω με ξένους .Σήμερα από ότι φαίνεται δεν θα έχω πολύ δουλειά.

«Nadia με ακούς; Τι θα έλεγες να πάμε για κλαμπ σήμερα το βράδυ; Σε παρακαλώ δέξου.» με παρακαλεί η Judie με τα ανοιχτογάλανα μάτια της.

<<Αν η Annie δεν έχει κανονίσει κάτι ίσως θα μπορέσω να έρθω. Θα σου τηλεφωνήσω από το κινητό της αφού το δικό μου δεν υπάρχει πια.» της απαντάω και καθώς εξηγώ για το κινητό μου θυμήθηκα τον Jason.

«Οκέυ Nadia.» μου μιλάει χαμογελώντας..

Κατά της 4 παρά τέταρτο παρκάρω έξω από το σπίτι της Annie. Ένας αναστεναγμός βγαίνει από τα πνευμόνια αναπολώντας τη μέρα στη δουλειά. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου και αναγνωρίζω μία γνωστή φιγούρα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μέχρι να κοιτάξω καθαρά έχει εξαφανιστεί.

Μπαίνω μέσα στο σπίτι και ευτυχώς η Αnnie φτιάχνει φαγητό. Η μυρωδιά είναι γνωστή. Χμμμμ.. Κοτόπουλο κοκκινιστό! Το αγαπημένο μου.

«Ω ήρθες! Ωραία. Πάνω στην ώρα. Κάθισε και σου έχω νέα.» λέει με βραχνή φωνή.

«Τι νέα; Καλά ή άσχημα;» η φωνή μου πρέπει να βγήκε ψιλή λόγω του άγχους.

Με κοιτάζει πρώτα και μετά παίρνει μια ανάσα.

«Άσχημα. Ο Anthony είναι στη πολιτεία ,Nadia.»  λέει γρήγορα αλλά μόνο το τελευταίο μπόρεσα να καταλάβω.

Έχω μουδιάσει. Γιατί ήρθε εδώ; Το υποσυνείδητο μου επιβεβαιώνει τον φόβο μου. Θέλει εκδίκηση. Μπορεί να ήταν αυτός έξω από το σπίτι.






Σας άρεσε το κεφάλαιο; Ήθελα να το αφήσω σε καλό σημείο. 
Αν αρέσει,ψηφίστε! :) 

    

Give Me Love Where stories live. Discover now