Μέρος Β, Κεφάλαιο 18ο

1 1 0
                                    

***

Ήταν ήρεμη ακόμα. Μέχρι τη στιγμή που το ένστικτό της ξύπνησε ακαριαία, κι έτσι σήκωσε κι εκείνη το βλέμμα της, το κάρφωσε στο κενό μπροστά της. Ο Τζέικ ξαφνιάστηκε από την κίνησή της, συνειδητοποίησε πως το αίμα της είχε παγώσει, το δέρμα της ήταν κρύο. «Κατ; » έκανε. Εκείνη δεν αντέδρασε, ακόμη κι όταν την σκούντηξε έμεινε ακίνητη, χαμένη. «Τι συμβαίνει, Κατ; » τη ρώτησε ξανά, και μόνο τότε τον κοίταξε. «Κάτι κακό έγινε, Τζέικ» το βλέμμα της έκαιγε από ανησυχία, «κάτι πολύ κακό. » τόνισε. Έκλεισε τα μάτια της, προσπάθησε να συγκεντρώσει το μυαλό της. Ούτε που άκουγε τι της έλεγε. Σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, είχε σηκωθεί όρθια. «Ο Μπράιτον. Ο Μπράιτον, Τζέικ, κινδυνεύει! » Έκλεισε τα μάτια της για να συγκεντρωθεί.

«Είσαι σίγουρη; » την ρώτησε, μα τι βλακεία! Φυσικά ήξερε τι έλεγε. «Το ξέρω ότι κινδυνεύει. Το νιώθω, καταλαβαίνεις; Τον νιώθω. » Το είχε νιώσει και ο ίδιος παλαιότερα. Δεν μπορούσε παρά να την πιστέψει. Επικράτησε σιωπή για λίγο, μέχρι εκείνος να ξαναπάρει τον λόγο. «Οδήγησε, Κατ. » Αντάλλαξαν μια έντονη ματιά, ένα κοφτό νεύμα σαν σπαστική κίνηση, κι έπειτα εκείνη άρχισε να περπατά, με τον Μπράιτον να γεμίζει το μυαλό της. Δεν της πήρε πολύ χρόνο για να φτάσει έξω από την πόλη, στον γκρεμό.

«Μπράιτον. Μπράιτον! » φώναζαν ταυτόχρονα ή εναλλάξ, ψάχνοντάς τον μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος, σχεδόν παραιτημένος μέχρι να ακούσει τη φωνή της, βρισκόταν πεσμένος στο χώμα, εκεί που τελείωνε ο δρόμος. Είχε χάσει τις αισθήσεις του από την πρώτη στιγμή, η φωνή της Κατ τον έκανε να θέλει να ζήσει λίγο ακόμα. Ακόμα κι αν ένιωθε τον θάνατο να βγαίνει από την πληγή που του είχε αφήσει ο Ντύλαν. Μπορούσε να μυρίσει τον θάνατο στο αίμα που ξεραινόταν, στο δέρμα που σάπιζε γύρω από τις νυχιές του λύκου. Προσπάθησε να κουνηθεί, να τους βοηθήσει να τον βρουν. Κατάφερε μόνο να βγάλει έναν ήχο από πόνο, να κάνει έναν μορφασμό, και φυσικά η Κατ δεν τον έχασε. Αναφώνησε το όνομά του και έτρεξαν και οι δύο κοντά του. Εκείνη γονάτισε δίπλα απ' το κεφάλι του και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, ενώ ο Τζέικ έλεγξε τον σφυγμό του. Εκείνη του μιλούσε, ούτε ήξερε τι του έλεγε. Προσευχόταν γι' αυτόν, προσπαθούσε να τον ξυπνήσει, μα τα μάτια του παρέμεναν κλειστά.

«Κατ... » Το πρόσωπο του Τζέικ καθώς κρατούσε τον καρπό του Μπράιτον φαινόταν σκληρό. Έπρεπε να είναι σκληρό, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να της το πει. Εκείνη, σαν να κατάλαβε, έσφιξε τα δόντια της με πείσμα. Με θυμό. «Όχι! » φώναξε. «Όχι. » επανέλαβε ξανά, χαμηλόφωνα, όταν τα μάτια της συνάντησαν την ανοιχτή πληγή. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Τζέικ ήταν σφιγμένα τώρα, μπροστά στις απελπισμένες κινήσεις της Κατ. Προσπαθούσε ακόμα να τον ξυπνήσει, να τον κάνει να ανοίξει τα μάτια του και να την κοιτάξει, να έρθει η καρδιά της στην θέση της. Άρχισε να κλαίει, μα εδώ δεν ήταν ταινία για τον σώσουν τα δάκρυα της αγάπης. Ή μήπως ήταν; Ο Τζέικ της έκανε νόημα να μείνει σιωπηλή, εκείνη ρούφηξε τη μύτη της και έβαλε τα δυνατά της. Τώρα, μαζί με τους γρύλους στη σιωπή, ακουγόταν και η καρδιά του Μπράιτον, να προσπαθεί να χτυπήσει.

CharismaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα