Μέρος Β, Κεφάλαιο 50ο

1 1 0
                                    

ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ

Βρισκόμουν ακόμα με τις πιτζάμες ανάμεσα στα παπλώματά μου. Το νέο μου δωμάτιο ήταν σκοτεινό, κρατούσα όλες τις κουρτίνες κλειστές. Ελάχιστο φως έμπαινε από τα ανοίγματα. Μπροστά μου ακουμπισμένο το τετράδιό μου, η αρχή όλων. Μέσα σε εκείνο το τετράδιο, ήταν όλοι ακόμα ζωντανοί. Ήμασταν όλοι ακόμα ευτυχισμένοι σε εκείνες τις σελίδες. Τέντωσα το χέρι μου, το άνοιξα σε κάποιο τυχαίο σημείο. Ένιωσα τις γραμμές να με καλούν. Τον Τζόζεφ να με τραβάει μέσα στην ιστορία, σε εκείνες τις αναμνήσεις. Έκλεισα τα μάτια μου, σε μια στιγμή ξέχασα πως είχα μάθει αλλιώς πλέον. Είχα μάθει να ζω χωρίς αυτόν. Χωρίς κανέναν τους. Δεν τους περίμενα πλέον να γυρίσουν, δεν με επισκέπτονταν στον ύπνο μου. Είχα σταματήσει να τους βλέπω παντού γύρω μου και να τους κυνηγώ, όπως είχα σταματήσει να βυθίζομαι στις αναμνήσεις τους και να πέφτω στο κρεβάτι μου μόνο από εξάντληση και από αφυδάτωση. Ο μεγάλος πόνος είχε σβήσει, όπως ακριβώς είχα γράψει σε εκείνο το δέντρο. Τους θυμόμουν κάθε μέρα, σε κάθε μου στιγμή, μα δεν πονούσα πλέον. Η ευχή μου είχε πιάσει, όμως σήμερα ήταν μια περίεργη μέρα.

«Είσαι έτοιμη, Σκάιλερ; » άκουσα τη φωνή της Κατ να με καλεί, στον πραγματικό κόσμο. Άνοιξα τα μάτια μου απότομα, έστρεψα το βλέμμα μου στην πόρτα που είχε μόλις ανοίξει. «Ακόμα στο κρεβάτι; Νόμιζα πως ετοιμαζόσουν! » Μπήκε μέσα και κάθισε δίπλα μου πριν ανοίξω το στόμα μου. Πρόλαβε να δει τα πάντα. Το τετράδιο, το χέρι μου πάνω από τα γραμμένα τους ονόματα, εμένα σαν κουρέλι. Έδειξε κατανόηση, πάντα έδειχνε. Είχα χάσει τα πάντα, όμως όχι εκείνη. Δεν είχε φύγει ποτέ από δίπλα μου. Έπιασε το χέρι μου και το έκλεισε στα δικά της. «Πρέπει να το κάνεις αυτό. Είσαι δυνατή, το ξέρω. » Ξεφύσησα, εκείνη με κοιτούσε στα μάτια. «Το ξέρω ότι πρέπει, αλλά... » δίστασα. Προσπάθησα να βρω λέξεις. «Νόμιζα ότι ήμουν καλύτερα. Όμως δεν μπορώ. Δεν μπορώ να πάω ξανά εκεί. Δεν... δεν είναι εύκολο. » Ξεροκατάπια. Εκείνη χαμογέλασε με συμπάθεια. «Ποιος σου είπε ότι θα είναι εύκολο; » Τράβηξα το χέρι μου. Έκρυψα το τετράδιο στο συρτάρι και το κλείδωσα εκεί, έπειτα μπήκα κάτω από το πάπλωμα. «Πονάω. » έκανα χαμηλόφωνα, κι εκείνη τώρα ακούμπησε την πλάτη μου. «Το ξέρω» αποκρίθηκε, «όμως είναι καλύτερο ένα τέλος με πόνο, παρά ένας πόνος χωρίς τέλος. » Ξάπλωσε κι αυτή, οι πλάτες μας ήταν ενωμένες. «Σου υπόσχομαι πως θα περάσει, Σκάιλερ. » Δεν θα με βοηθούσε αυτό. Το στήθος μου ήταν ακόμα βαρύ.

«Ξέρεις... » είπα ξανά και έκανα μια παύση που τελικά βγήκε μεγαλύτερη απ' όσο υπολόγιζα, «υπάρχει κάτι που δεν σου έχω πει. Δεν το έχω πει σε κανέναν, όμως δεν μπορώ να το κρατάω άλλο μέσα μου. » Δεν ήξερα γιατί τα έλεγα αυτά. Δεν θα έβγαζε πουθενά, είχαν περάσει χρόνια που κρατούσα το μυστικό. Η συζήτηση είχε τελειώσει, δεν θα έβγαζε πουθενά. Η Κατ έμεινε σιωπηλή, δεν με πίεσε να συνεχίσω, όμως το έκανα. «Ένα κομμάτι μέσα μου δεν θα μπορέσει ποτέ να συγχωρέσει τον Τζόζεφ. Προσπαθώ, αλλά είναι αδύνατο. » Ήταν η πρώτη φορά που θα το έλεγα δυνατά, που θα το άκουγα κι εγώ και που θα γινόταν αλήθεια μόλις έβγαινε από το στόμα μου, χωρίς γυρισμό. Απαιτούσε θάρρος για να το ξεστομίσω. «Ήμουν... » ήταν η πρώτη μου αποτυχημένη προσπάθεια. Τα μάτια μου βούρκωσαν, προσπάθησα να το σταματήσω, κι ύστερα μίλησα ξανά. «Ήμουν έγκυος όταν με σκότωσε ο Τζο για πρώτη φορά. » Μπορούσα να νιώσω την Κατ να ταράζεται, σαν κάτι να την τρυπούσε, σαν ένα ακόμη χτύπημα. Οι πλάτες μας ακουμπούσαν, μπορούσα να ακούσω τα πάντα στο κεφάλι της. Ούτε μία ευχάριστη σκέψη.

CharismaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα