Μέρος Β, Κεφάλαιο 16ο

1 1 0
                                    

ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ

Ήμασταν λίγοι εκεί, όμως αρκετοί. Ο ένας δίπλα ή πίσω από τον άλλον, περικυκλώνοντας το φέρετρο, κοιτούσαμε σαστισμένοι δεξιά και αριστερά. Όλοι, εκτός απ' τον Τζόζεφ. Το βλέμμα του ήταν κολλημένο ακόμα στο φέρετρο –ένα χειροποίητο φέρετρο, φτιαγμένο αποκλειστικά από τα χέρια του. Θα έκανε πράξη μια ακόμα επιθυμία της αδερφής του. Ακόμα κι όταν καμία εκκλησία δεν τη δέχτηκε, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, εκείνη επέμενε στο πιστεύω της. Πάντα ήθελε να θαφτεί, ειρηνικά, όπως το επέβαλλαν οι κανόνες. Πίστευε πάντα στους κανόνες. Τώρα θα πίστευε και ο Τζο για χάρη της. Μπορούσε, σχεδόν, να ακούσει τον αέρα να σφυρίζει πένθιμες μελωδίες.

Κανείς δεν μιλούσε για ώρα, η ατμόσφαιρα ήταν κρύα, σχεδόν ένιωθε κανείς το αεράκι να τρέχει στα κόκαλά του και να παγώνει την ψυχή του. Αυτό ένιωθα κάθε φορά που κοιτούσα τον Τζόζεφ, τόσο διαλυμένο, χαμένο μέσα στο φέρετρο. Το βλέμμα του κενό, ίσως θλιμμένο. Ίσως άδειο. Σαν ένα μικρό, πληγωμένο παιδί. Ο Μπράιτον στεκόταν δίπλα του, πάντα έτοιμος να τον κρατήσει αν χρειαστεί. Ήταν κι εκείνος κομμάτια, μα δεν μπορούσε να πέσει κι αυτός, έπρεπε να μείνει ακέραιος για τον φίλο του.

Όπως εγώ παρατηρούσα τον Τζο, έτσι ένιωθα τα μάτια του Τζέικ να με τσεκάρουν κάθε στιγμή, ό,τι κι αν έκανα. Η Κατ δίπλα μου τού έριχνε κλεφτές ματιές, σχεδόν δολοφονικές. Εγώ δεν άντεχα να κάνω ούτε αυτό, έπειτα από τις αποκαλύψεις της Κατ. Πλέον γνώριζα τα πάντα, η εικόνα του Τζέικ είχε καταστραφεί. Δεν είχαμε μιλήσει, δεν είχα ζητήσει εξηγήσεις. Δεν ήθελα να παραδεχτώ πως, γι' ακόμα μια φορά, είχα κάνει μία τόσο λάθος επιλογή. Στα μάτια του έβλεπα ένα χάος, κάτι άγνωστο που εγώ φοβόμουν να αγγίξω. «Ξέχνα τον. » έλεγε ξανά και ξανά η Κατ. Τώρα πιαστήκαμε αγκαζέ, με τράβηξε λίγο μακριά και μου ψιθύριζε. «Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι, Σκάι. Τι σκοπεύεις να κάνεις μαζί του; » με ρώτησε γέρνοντας προς το μέρος μου. «Δεν ξέρω, Κατ. Τώρα, θέλω να πάω στον Τζόζεφ. » είπα κοφτά και έκανα να της ξεφύγω, μα εκείνη με συγκράτησε.

«Δεν μπορούσα να σου κρύψω την αλήθεια, Σκάι. Αλλά δεν μπορώ και να τον βλέπω να ξεροσταλιάζει έτσι κάθε φορά που δεν του ρίχνεις ούτε μισό βλέμμα. Ό,τι κι αν είναι ο Τζέικ, μπορώ να πω με σιγουριά πως σ' αγαπάει. Όσο τίποτα και κανέναν. Θα έκανε τα πάντα για σένα. » Τον κοίταξα, εκείνος με κοιτούσε ήδη. Το βλέμμα του ένοχο, σίγουρα μετανιωμένο. Το βλέμμα μου σκληρό, σίγουρα απογοητευμένο, αναποφάσιστο. «Μπορείς να πας στον Τζόζεφ αν θέλεις, όμως δεν θα φύγεις από εδώ μέχρι να μιλήσεις και να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα με τον Άμπελ. » με διέταξε, και ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν: κάποιον να μου πει τι να κάνω, να με καθοδηγήσει. Την κοίταξα, και δεν είπα τίποτα. Άφησα το χέρι της και πλησίασα τον Τζόζεφ. Στάθηκα πίσω του, ακούμπησα το σώμα μου στην πλάτη του, ενώ τα χέρια μου αγκάλιασαν το στήθος του. Ένιωσα την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο γρήγορα, τη στιγμή που τα δάχτυλά μου τον έσφιξαν με κάποια δύναμη. Ένα δάκρυ του έσταξε στο χέρι μου. Ο Μπράιτον ξεφύσηξε, ήλπιζε να μην τον πλήγωνα ξανά.

CharismaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα