Μέρος Α, Κεφάλαιο 9ο

14 5 0
                                    

***

Το ζώο πλησίαζε όλο και περισσότερο με μικρά, σταθερά βήματα, ενώ το θύμα προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τους χτύπους της καρδιάς του, ξέροντας πως αυτό θα ηρεμούσε το ζώο. Μυριζόταν τον φόβο από μακριά, έτσι του είχαν πει κάποτε. Έμεινε ακίνητος, αφήνοντας τον λύκο να πλησιάζει. Άρχισε να κυλάει κρύος ιδρώτας στο σβέρκο του, όμως δεν έπρεπε να το σκέφτεται. Θύμισε στον εαυτό του πως δεν έπρεπε να φοβάται.

Ο λύκος έδειχνε τα δόντια του, αφήνοντας τα σάλια να πεταχτούν και να κολλήσουν στις τρίχες κάτω από το σαγόνι του κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του. Γρύλιζε και προχωρούσε χωρίς να σταματήσει τίποτα από τα δύο. Μπορούσε να σκεφτεί με λογική; Όπως και να 'χε, ήταν ακόμα άνθρωπος μέσα του και αυτό το θυμόταν. Όπως θυμόταν και τον λόγο που είχε αλλάξει μορφή εκείνο το βράδυ. Η πανσέληνος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο στη μεταμόρφωσή του, δεν είχε παίξει ποτέ. Αυτός μεταμορφωνόταν όποτε ήθελε.

Εκείνο το βράδυ είχε αλλάξει από ανάγκη για να ξεφύγει, να ξεσπάσει και να σκοτώσει. Το είχε κάνει πολλές φορές και θα το ξαναέκανε, ακόμα κι αν δεν είχε κανένα όφελος. Τώρα ένιωθε πως το χρειαζόταν, πίστευε πως αυτό θα τον έκανε να νιώσει καλύτερα επιτέλους. Έτσι ένιωθε πάντα όταν θυμόταν τον πατέρα του, την τελευταία φορά που τον είχε δει ζωντανό, λες και το μυαλό του παρέλυε. Όμως μισούσε όταν δεν μπορούσε να το ελέγξει και αυτό τον θύμωνε ακόμα περισσότερο και γινόταν ανεξέλεγκτος.

Τώρα βρισκόταν αρκετά κοντά, η καυτή ανάσα του ζώου προειδοποιούσε με κάποιο τρόπο το θύμα. Τέντωσε τον λαιμό του για να τον μυρίσει, ενώ ο άντρας άρχισε να μουρμουρίζει κάτι λόγια, ίσως κάποια προσευχή. Η τεχνική του πάντως έπιανε, ο λύκος φαινόταν ήρεμο κι εκείνος ήταν ακόμα ζωντανός. Είχε κερδίσει λίγο χρόνο και, παρ' όλο που δεν το έμαθε ποτέ, κάποιος ερχόταν και θα τους έβρισκε από στιγμή σε στιγμή. Ο λύκος άκουγε τα βήματα να πλησιάζουν από το δάσος, άκουγε τα φύλλα να κουνιούνται καθώς ένα χέρι τα έκανε πέρα για να περάσει και τα πεσμένα κλαδάκια να σπάνε ενώ κάποιες μπότες πατούσαν πάνω τους.

Ο Κόλτον είχε ταραχτεί, ένιωθε πως έπρεπε να βιαστεί, να τελειώνει και να αρχίσει να τρέχει. Στηρίχθηκε στα πισινά του πόδια, έγινε σχεδόν θεόρατος κρύβοντας το φως του φεγγαριού από τα μάτια του άλλου. Σε λίγες στιγμές, το θύμα έγινε παρελθόν: τον έπιασε και τον σήκωσε με τα μπροστινά του πόδια από το κεφάλι και τα πόδια, με την μία και μοναδική κραυγή του να ακούγεται σαν ευχάριστη μελωδία στα σηκωμένα αυτιά του. Τα δόντια του έσκισαν το πλευρό του χωρίς δυσκολία, αφήνοντας τα εντόσθια να ξεχειλίζουν από την ανοιχτή πλέον κοιλιά που έχασκε ανοιχτή, σαν έναν κόκκινο μανδύα που επέπλεε στο αεράκι της νύχτας.

CharismaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα