Μέρος Β, Κεφάλαιο 1ο

3 1 0
                                    


***

Τραγουδούσαμε όλοι μαζί, κι έπειτα με άφησαν να παίξω το τέλος στην κιθάρα. Χτυπούσα τις χορδές με ευλάβεια, απαλά σαν να 'ταν εύθραυστες, κι όλοι ήταν στραμμένοι προς το μέρος μου και με κοιτούσαν, και πρόσεχαν την κίνηση στα δάχτυλά μου. Εκείνος καθόταν δίπλα μου. Ήταν ο μόνος που παρατηρούσε τα μάτια μου, το χαμόγελό μου, και όχι τα χέρια μου. Εκείνος νοιαζόταν περισσότερο απ' όλους.

Χτυπώντας και την τελευταία συγχορδία, όλοι άρχισαν να χειροκροτούν και να σφυρίζουν. Εκείνος μου χαμογέλασε, και έκανα το ίδιο. Οι υπόλοιποι άρχισαν να τραγουδούν κάποιο άλλο τυχαίο τραγούδι, κι εγώ ακολούθησα. Εκείνος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την αποθήκη όπου φυλούσαμε τα ποτά. Εγώ συνέχισα να απολαμβάνω τη μουσική, τη ζέστη που άφηνε γύρω της η φωτιά μου είχαμε ανάψει, το θρόισμα των φύλλων απ' το χαλαρό αεράκι. Η ηρεμία των μικρών κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή, λίγα μέτρα μακριά, έκαναν την καρδιά μου να νιώθει γαλήνια, οικεία. Πίστευα πως τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει αυτή την ατμόσφαιρα. Τίποτα, εκτός από...

«Γκριφ! » άκουσα από μακριά τη φωνή του και γύρισα το βλέμμα μου. Μου φάνηκε παράξενο: οι σκιές που αχνοφαίνονταν ήταν δύο. Έσμιξα τα φρύδια μου και προσπάθησα να ξεχωρίσω τα πρόσωπα, όμως ήταν σχεδόν αδύνατο. Κάτι μέσα μου με προειδοποιούσε, δεν ήθελε να δει. «Γκριφ! Σε ζητάνε! » φώναξε ξανά, και αυτή τη φορά παράτησα την κιθάρα και τα παιδιά και πλησίασα.

Όσο κόντευα, η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Τι στο καλό... συλλογίστηκα μέσα μου καθώς παρατηρούσα την ξένη, αντρική φιγούρα που μόνο άγνωστη δεν ήταν. «Και είστε φίλοι από παλιά, έτσι... » άκουσα τον πρώτο. «Οι φίλοι με φωνάζουν Τζο. » τον βοήθησε ο δεύτερος. Ήταν πολύ αργά για να σταματήσω να περπατάω. «Σωστά! » αναφώνησε κι έπειτα το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, την ώρα που έκανα να φύγω αθόρυβα. «Καλώς την! » Κράτησα την αναπνοή μου.

«Δεν ποιος ήρθε να για να σε δει! » είπε με ένα πλατύ χαμόγελο. Ο Τζο γύρισε και με κοίταξε, και φύσηξε τον καπνό απ' το αναμμένο του τσιγάρο. «Πάει πολύς καιρός... Γκριφ. » είπε μόνο.

«Όντως. » συμφώνησα. Πλησίασα κι άλλο, πιο αποφασιστικά πλέον, και μπήκα ανάμεσά τους. «Από εδώ ο Τζέικ. Φαντάζομαι συστηθήκατε. Είναι ο καλύτερός μου φίλος. Μου έχει σταθεί όσο κανένας. Με τον Τζο γνωριζόμαστε από παλιά. Σου έχω μιλήσει γι' αυτόν. » είπα και ο Τζο γέλασε μέσα απ' τα δόντια του. «Θα έχεις σχηματίσει την χειρότερη εικόνα για μένα, έτσι; » ρώτησε και έβαλε ξανά το τσιγάρο στο στόμα. «Αντιθέτως! Η Γκριφ σε εκτιμάει πολύ. » απάντησε ο Τζέικ και το βλέμμα του Τζο κόλλησε πάνω μου. «Γκριφ... » επανέλαβε και πέταξε το τσιγάρο κάτω, και το κάλυψε με λίγη άμμο. Έσφιξα τα δόντια μου φανερά εκνευρισμένη.

CharismaΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα