49. Awkward

1.2K 171 346
                                    

« Το ήξερα πως ήσουν προδότης Μένντες » λέει με σιγουριά ο Κράουφορντ μα δεν ξέρω τι να απαντήσω. Δεν με νοιάζει για τον Κράουφ που το έμαθε, μα για την Άλισον, που με έδωσε τόσο εύκολα.

« Για αυτό ήρθαμε εδώ » προσθέτει εκείνη και νεύει ο Κράουφ ως απάντηση.

« Θα τον κανονίσω εγώ » της λέει, κουνάει θετικά το κεφάλι της και βγαίνει από το δωμάτιο την στιγμή που αυτός μου ρίχνει μία γροθιά στη μούρη. Δεν με πόνεσε όσο με πόνεσε να βλέπω την Άλισον να φεύγει χωρίς καν το σκεφτεί δεύτερη φορά. Πέφτω στο πάτωμα από την μπουνιά έχοντας αυτόν τον βλάκα να μου λέει να σηκωθώ πάνω. Μα δεν θέλω να σηκωθώ, θα προτιμούσα να πεθάνω τώρα. Ίσως το καταφέρω σήμερα, τελικά. Με κλοτσάει στην κοιλιά με δύναμη και φτύνω λίγο αίμα. Θέλω τόσο πολύ να του σπάσω τα μούτρα τώρα μα δεν μπορώ.

Ξαφνικά βλέπω αίμα να κυλάει από τα χείλη του, πέφτει στα γόνατα και μετά εντελώς ξαπλωμένος. Βλέπω την Άλισον πίσω με το όπλο να σημαδεύει εκείνον. Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω από ανακούφιση που απλά έλεγε ψέματα.

Τελικά όντως το μάγκνουμ είναι αθόρυβο και γρήγορο.

« Σον σήκω » μου λέει και απλώνει το χέρι της. Σηκώνομαι πάνω και μου δίνει ένα φάκελο, τρέχει προς τον υπολογιστή και παίρνει το στικάκι, πατάει μερικά κουμπιά και μου λέει « Ακολούθησέ με ». Προχωράει προς την πόρτα μα ακούμε βήματα και φωνές, με σπρώχνει μέσα και δείχνει το παράθυρο. Παίρνει το φάκελο από τα χέρια μου και πηγαίνει προς τα σπασμένα τζάμια του παραθύρου. Ακούμε τις φωνές μαζί με τα βήματα να πλησιάζουν, κάτι που μας αγχώνει, με κοιτάει στα μάτια και πηδάει πρώτη ενώ μετά ακολουθώ εγώ.

Η πτώση είναι λίγο ανώμαλη εφόσον παραλίγο να σπάσουμε όλο μας το σώμα. Πηγαίνουμε τρέχοντας προς το αμάξι πριν μας πάρουν χαμπάρι, μπαίνουμε μέσα και φεύγουμε. Ρίχνει πίσω το κεφάλι της, μόλις απομακρυνθούμε από το κτήριο αφήνοντας μερικές εκπνοές να γλιστρήσουν από τα χείλη της.

« Μην το ξανακάνεις αυτό » λέω ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάει μπερδεμένη.

« Μα δεν έκανα τίποτα κακό! Απλά έριξα το κεφάλι μου πίσ-- »

« Δεν εννοούσα αυτό » την διακόπτω.

« Για μιά στιγμή νόμιζα πως όλο αυτό το καιρό έλεγες ψέματα » εξηγώ και σκάει στα γέλια. Αυτό το γέλιο ρε πούστη! « Αυτός ήταν ο σκοπός Μένντες » με κοροϊδεύει.

« Σε χτύπησε πολύ; » με ρωτάει πλέον σοβαρά.

« Εντάξει είμαι » απαντάω ενώ νεύει κοροϊδευτικά. Αυτή η κοπέλα θα με τρελάνει. Σηκώνεται ελάχιστα από την θέση της, με φιλάει στο μάγουλο και κάθεται πίσω στη θέση της σαν να μην έγινε τίποτα.

Έχω και χείλη ξέρεις, θέλω να της πω μα δεν το κάνω!

« Τι ήταν αυτό; »

« Εμ... Αυτό λέγεται φιλί στο μάγουλο Μένντες » μου απαντάει και στριφογυρίζω τα μάτια μου.

« Εννοώ γιατί το έκανες » εξηγώ. Εδώ να σε δω Άλισον! « Ουσιαστικά θυσιάστηκες σήμερα οπότε... » λέει με το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Πάντα όποτε κοιτάει έξω καθώς μιλάει, λέει ψέμματα. Δεν απαντάω την αφήνω να νομίζει πως δεν την κατάλαβα. « Θες να οδηγήσω εγώ; » προσπαθεί να αλλάξει το θέμα. « Και να ήθελα δεν μπορούμε να σταματήσουμε στη μέση του εθνικού » της εξηγώ και με κοιτάει. Ακουμπάω το χέρι μου στο κάθισμά της όσο με κοιτάει. Χωρίς καν να το περιμένω σηκώνεται από τη θέση της και κάθεται πάνω μου. « Άλισον τι κάνεις; » την ρωτάω φρικαρισμένος.

« Μας αλλάζω θέση » εξηγεί με ένα ύφος σαν να είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό που κάνει.

« Την στιγμή που οδηγάω; »

« Τεχνικά οδηγάω εγώ τώρα. Οπότε φύγε από εδώ ». Με μερικές δυσκολίες και υπερβολική τύχη που δεν σκοτωθήκαμε καταφέρνω να βρεθώ στο κάθισμα του συνοδηγού.

[...] Αφού δώσουμε αυτά που βρήκαμε στο Ντρέικ περπατάμε προς το δωμάτιό μας. Είναι λίγο άβολο εφόσον για κάποιο λόγο δεν λέμε κάτι. Μα για κάποιο λόγο δεν προσπαθώ να πω κάτι για να το αλλάξω αυτό. Φτάνουμε απέναντι από την πόρτα, βγάζω το κλειδί, ξεκλειδώνω και μπαίνουμε μέσα. Όσο πάει γίνεται όλο και πιο άβολο.

« Εμμ... Εγώ.. Π-πάω να κάνω μπάνιο » της λέω, με το χέρι μου να τρίβω τον αυχένα μου. Νεύει ως απάντηση, προχωράω προς το μπάνιο μα πριν προλάβω να μπω μέσα...

« Άλισον » λέω την στιγμή που λέει « Σον ».

« Ναι; » λέμε ταυτόχρονα. Όσο πάει γίνεται και πιο άβολο. Μετά κλασικά λέγαμε ο ένας στον άλλον 'πες', 'όχι πες εσύ' και μπλα μπλα μπλα. Επειδή γενικά η Άλισον είναι πιο επίμονη, μιλάω εγώ πρώτος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, σκεπτόμενος για το αν πρέπει να της πω τώρα.

« Βασικά... Εγώ... Θα κάνεις μπάνιο για να σου φυλάξω ζεστό νερό; » ρωτάω το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό για να τα μπαλώσω.

Τι βλάκας που είμαι, έπρεπε να της πω τώρα τι νιώθω. Νεύει το κεφάλι της ως απάντηση και ρωτάω πάλι « Εσύ τι ήθελες; ». Την βλέπω που ξεροκαταπίνει, ανοίγει το στόμα της για να απαντήσει μα το κλείνει πάλι. Γιατί γίνεται όλο και πιο άβολο; « Βασικά αυτό ήθελα να σου πω » μιλάει μετά από λίγο, επιτέλους. Κουνάω θετικά το κεφάλι και μπαίνω στο μπάνιο. Αφήνω την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα, βγάζω τα ρούχα μου ενώ χαλαρώνω καθώς το ζεστό νερό ακουμπάει τους μυς μου.

______________________________________

Ορίστε τι δεύτερο κεφάλαιο, αύριο θα προσπαθήσω να βάλω πάλι δύο γιατί το βιβλίο κλείνει δύο μήνες. Τι λέτε να ήθελε να πει η Αλισον στο Σον;

Vote / Follow / Comment 💙

❝stockholm syndrome❞ ーmendesΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα