38. Just listen

1.5K 178 41
                                    

« Μη φοβάσαι » της ψιθυρίζω, μα δεν νομίζω να την βοηθήσει τόσο. Είμαστε τυχερές που υπάρχει ελάχιστο φως, είναι ότι καλύτερο για να μείνουμε κρυμμένες. Κοιτάω που και που αριστερά ή δεξιά ψάχνοντας για κάποιο μεταφορικό μέσο. Βρίσκω μία μηχανή, η οποία -δυστυχώς για τον ιδιοκτήτης- είναι αναμμένη, πάω στοίχημα πως ξεχάστηκε. Λέω ψιθυριστά στην Κλερ να κατευθυνθούμε προς εκεί, νεύει χωρίς να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση. Περνούν άλλοι δύο άντρες από αυτούς του Άλεξ, μα πάλι δεν μας δίνουν σημασία, είναι σαν να μας αφήσουν να ξεφύγουμε. Μα τότε βλέπω το Σον, να μιλάει με έναν άντρα. Κατεβάζω το κεφάλι και συνεχίζω το περπάτημα μέχρι τη μηχανή. Ανεβαίνει πρώτα εκείνη μιας και ξέρει να τις οδηγάει καλύτερα από εμένα, οπότε ανεβαίνω και εγώ με την σειρά μου. Μέχρι τουλάχιστον να με σταματήσει ο Σον.

« Δεν τα παρατάς έτσι; » με ρωτάει σχεδόν σαρκαστικά.

« Θα έπρεπε; »

« Ναι εφόσον ξέρεις πως δεν μπορείς να το σκάσεις ».

Κανονικά όπως πάντα άλλωστε περιμένω να με πάει πίσω σε αυτή τη φυλακή, μα αντί για αυτό. Οδηγεί εμένα και την Κλερ σε ένα μαύρο αμάξι. Παρατηρώ πως είναι ήδη μέσα -στη θέση του οδηγού- ο Άλεξ, μα καλά αυτός δεν μας έψαχνε; Μπαίνουμε μέσα χωρίς να ρωτήσει καμιά μας κάτι. Ο Άλεξ βάζει μπρος και αρχίζουν να πηγαίνουμε προς το άγνωστο. Η ώρα περνάει σχετικά γρήγορα, η Κάρλι πλέον κοιμάται όταν το αμάξι σταματάει και ο Σον αλλάζει θέση. Μετά από λίγο κοιμάται και ο Άλεξ οπότε βρίσκω την ευκαιρία μου να ρωτήσω γιατί είμαστε εδώ, όπου και αν είναι αυτό.

« Που πάμε; » λέω όχι δυνατά, αρκετά δυνατά ώστε να το ακούσει μόνο εκείνος.

Με κοιτάει για λίγο από τον καθρέφτη και μετά ξεφυσάει μα δυστυχώς δεν λέει τίποτα. Δεν επιμένω γιατί δεν θέλω να ξυπνήσω την Κλερ από τις φωνές μας. Είναι σχεδόν τρεις ή τέσσερις όταν φτάνουμε μπροστά από ένα άλλο περίεργο κτήριο. Βγαίνουμε έξω από το αμάξι και μπαίνουμε μέσα. Δεν έχω ιδέα γιατί είμαστε εδώ και το χειρότερο είναι πως ο Σον ούτε που μου εξήγησε τι είναι αυτό το μέρος ή γιατί είμαστε εδώ.

« Θα την πας στον... » ρωτάει ο Άλεξ το Σον και εκείνος νεύει. Αρχίζω και αγχώνομαι πως δεν έπρεπε καν να σκεφτώ να αποδράσω αυτή τη φορά. Βλέπω την Κλερ να πηγαίνει κάπου άλλου μαζί με τον Άλεξ, ελπίζω να μην πάθει τίποτα σκέφτομαι όσο ακολουθώ το Σον.

« Μπορείς να μου πεις γιατί είμαστε εδώ; » ρωτάω καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες.

« Υποσχέσου πως δεν θα φρικάρεις » μου απαντάει μόλις φτάσουμε στην κορυφή. Κάτι δεν πάει καλά, σίγουρα κάποιο ύπουλο σχέδιο του Μπραντ θα είναι. Δεν ξέρω αν πρέπει να υποσχεθώ πως θα προσπαθήσω να ξεφύγω εφόσον δεν έχω ιδέα αν είμαι ασφαλής ή όχι. Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στο δωμάτιο μπροστά μας. Κάνουμε μερικά βήματα, πλέον είμαστε ακριβώς μπροστά στην πόρτα, μου ρίχνει μία γρήγορη μάτια, ανοίγει την πόρτα και με αφήνει να μπω μέσα πρώτη. Ακολουθεί και εκείνος χωρίς βέβαια να προχωρήσει πολύ από την είσοδο, μα μόλις δω ποιός είναι μέσα θα προτιμούσα να μην είχα μπει ποτέ μέσα.

« Εσύ; » φωνάζω, γυρίζω προς το σημείο από όπου ήρθα, βγαίνοντας σχεδόν έξω. Ο Σον μπαίνει μπροστά και πέφτω στην αγκαλιά του χωρίς να το θέλω. « Άσε με να φύγω » του λέω. Πιάνει το πιγούνι μου, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια « Είμαι εγώ, μη φοβάσαι ». Κάποτε αυτά τα λόγια θα με έπειθαν μα έχω μάθει να μην εμπιστεύομαι κανέναν.

« Άλισον! » ακούω τον Ντρέικ να λέει από πίσω μου.

« Παράταμε » φωνάζω μόλις τον κοιτάξω στα μάτια.

« Τι θέλεις πια από εμένα; Κάνω τα πάντα για μείνω μακρυά σου » συνεχίζω. Κάνει ένα βήμα μπροστά την στιγμή που κάνω ένα πίσω.

« Θέλω να διορθώσω » απαντάει.

« Να διορθώσεις τι; Τις απειλές; Το ξύλο; Το μίσος που αποκαλούσες αγάπη; Τι; » φωνάζω ακόμα πιο δυνατά.

« Μα είμαστε αδ-- »

« Ήμασταν » τον διακόπτω.

Γυρνάω να κοιτάξω το αγόρι πίσω μου. Έχει τα χέρια στις τσέπες και φαίνεται πολύ αναστατωμένος.

« Σον πάρε με από εδώ » σχεδόν παρακαλάω, μα εκείνος κάθε κοιτάει το Ντρέικ. Για λίγο σκαλώνω, με αυτή του την κίνηση μα μόλις το σκεφτώ λίγο, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, θέλω να φωνάξω και να τρέξω μακρυά από εδώ.

« Δουλεύεις για αυτόν έτσι; » τον ρωτάω.

« Άλις εγώ -- » τραυλίζει, πάω να φύγω πάλι, μα μπαίνει στην μέση οπότε πέφτω πάνω του. Βάζει τις παλάμες τους στα μπράτσα μου και με κοιτάει στα μάτια.

« Απλά άκου και μετά φύγε όσο μακρυά θες ».

« Θέλω να φύγω τώρα » φωνάζω την τελευταία λέξη, καθώς προσπαθώ να φύγω από την αγκαλιά του μα είναι πιο δυνατός.

« Άλισον για μία φορά στη ζωή σου άκου πρώτα » κάνει τα πάντα για με ηρεμήσει μα έχω ήδη αρκετά νεύρα. Τον σπρώχνω, μα μπαίνει μπροστά στην έξοδο.

« Θέλω να δουλέψεις για 'μένα » ακούω την φωνή του Ντρέικ από πίσω.

« Τι; » τον κοιτάω στα μάτια. Πραγματικά πιστεύει πως θα αφήσω την CIA και την ομάδα μου για χάρη του; Για να γίνω ληστής;

______________________________________

Ελπίζω να σας άρεσε! Θέλω να σας πω πως αρχίζω και άλλη μία ιστορία. Η οποία κατά πρώτη φορά θα είναι ρομαντική, συνήθως δεν γράφω τέτοιες ιστορίες αλλά έτυχε. Βασικά δεν θα είναι όπως οι περισσότερες εφηβικές ρομαντικές ιστορίες, όπου μία πολύ γλυκιά κοπέλα ερωτεύεται το f*ck boy του σχολείου. Μιάς και ο πρωταγωνιστής θα είναι 30 και η πρωταγωνίστρια θα είναι 26, μπορεί ναι να είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι, μα ο λόγος που δεν μπορούν να είναι μαζί θα είναι εντελώς διαφορετικός από τους άλλους. Ακόμα δεν θα την ανεβάσω γιατί θα μουρλαθώ στην κυριολεξία. Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο και σχολιάστε τι νομίζετε πως θα γίνει στο επόμενο.
Σας αγαπώ ♡

Υ. Γ. Δεν έχω κοιτάξει για λάθη γιατί το έγραφα γρήγορα!

Vote /Follow / Comment

❝stockholm syndrome❞ ーmendesWhere stories live. Discover now