Κεφάλαιο 42

69 15 5
                                    

~Ρεβέκκα~

(16 χρονών)

Δεν ξέρω πως συμφώνησα να είμαι με τον Ντέρεκ. Και όταν λέω να είμαι εννοώ να είμαι πραγματικά μαζί του. Είμαστε ζευγάρι τώρα. Είχε δίκιο για τον Τάιλερ. Αυτός με παρέδωσε στους Σκοτεινούς, το ξέρω, το νιώθω. Όμως δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν ένιωσε τίποτα για εμένα. Τον θυμάμαι από τότε που ήμουνα μικρή. Και γιατί δεν έχει δείξει την πύλη των ανθρώπων στους Σκοτεινούς, ακόμα; Ο Ντέρεκ δεν με αφήνει να πλησιάσω το διαχωριστικό και για να είναι πάντα μαζί μου, γίναμε ζευγάρι. Του χρωστάω τη ζωή μου εξάλλου. Το θέμα είναι ότι στο μυαλό μου υπάρχει μόνο ο Τάιλερ. Ίσως το όλο θέμα με τον Ντέρεκ είναι να εκδικηθώ τον Τάιλερ. Μα ποιον κοροϊδεύω; Αυτό είναι.

-Ρεβέκκα, ακούω τη φωνή του Ντέρεκ απαλή και καθησυχαστική. Είναι ακόμα νύχτα και όλοι κοιμούνται. Εγώ και ο Ντέρεκ καθόμαστε στην άδεια καφετέρια του σχολείου μας μόνοι. 

-Ναι; Γυρνάω να τον κοιτάξω. Αντικρίζω τα πράσινα μάτια του, αυτά τα εκθαμβωτικά μάτια που είχα ερωτευτεί την πρώτη μου μέρα εδώ. Πόσο μακριά μοιάζει αυτή η μέρα πια; 

-Πρέπει να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε σε όλους ότι είμαστε ζευγάρι, μου λέει. Ο πόνος καθρεφτίζεται στα μάτια του. Ξέρω ότι θέλει να είμαστε μαζί από θέληση, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αγαπάω τον Τάιλερ, τον αδερφό του. 

-Το ξέρω. Συγγνώμη Ντέρεκ, του λέω σιωπηλά. Είναι λάθος όλο αυτό. Ο Ντέρεκ νιώθει πραγματικά αγάπη για μένα και εγώ τον χρησιμοποιώ για να είμαι ασφαλής από τον Τάιλερ; Από αυτόν που θέλω; Νιώθω το μυαλό μου να βουίζει. Μακάρι να ήθελα τον Ντέρεκ. Μακάρι ο Τάιλερ να μην είχε καμία σημασία για μένα. Να μην πόναγα άλλο για αυτόν. 

-Θέλω να είσαι ασφαλής, μου λέει ο Ντέρεκ. Η φωνή του σπάει αποκαλύπτοντας την ταραχή του. 

-Το ξέρω και σε ευχαριστώ αλλά δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό, του λέω. Με κοιτάει και τα κατάλευκα φτερά του φτερουγίζουν απαλά. Έρχεται κοντά μου και βάζει το χέρι του γύρω μου ξαπλώνοντας με πάνω του. Ανακουφίζομαι τόσο από την αγκαλιά του και νιώθω να ηρεμώ απόκοσμα. 

-Σ'αγαπάω Ρεβέκκα, λέει και με αργές κινήσεις τυλίγει τα φτερά του γύρω μου. Τα δικά μου φτερά μαζεύονται στην πλάτη μου. Δεν είναι σωστό αυτό. Πρέπει να φύγω από εδώ. Αλλά νιώθω λες και το σώμα μου δεν με υπακούει. Ο Ντέρεκ σκύβει περισσότερο και αντικρίζω την αγγελική ομορφιά του γι'άλλη μια φορά. Τα μάτια μου πέφτουν στο πανέμορφο τατουάζ του και μετά συναντούν τα μάτια του. Το σώμα μου τρέμει ολόκληρο, έτσι κουκουλωμένο κάτω από τα φτερά του. Το χέρι του αρχίζει να χαϊδεύει το μάγουλο μου. Τα χείλη του πλησιάζουν τα δικά μου και... Όλα θολώνουν. Δεν βρίσκομαι πια στην καφετέρια. Κοιτάω τον χώρο γύρω μου. Αφήνω το όραμα να ξετυλιχτεί στο μυαλό μου, να ξεκαθαρίσουν οι εικόνες γύρω μου. Καταλαβαίνω αμέσως τον χώρο στον οποίο το όραμα με έφερε. Είναι αυτό το κατάμαυρο δωμάτιο που βρισκόμουν δεμένη πριν λίγες ώρες. Κοιτάω προσεχτικά γύρω μου. Στο δωμάτιο εξακολουθεί να υπάρχει ο δαυλός, μόνο που η φωτιά έχει σβήσει. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει. Στο δωμάτιο μπαίνει μια ψηλόλιγνη φιγούρα με κατάμαυρα ρούχα και μια μαύρη μάσκα. Ο Ντέρεκ είναι αυτός; Που ήρθε να με σώσει; Και τότε εγώ γιατί δεν βρίσκομαι δεμένη; Παρατηρώ το αγόρι που μπήκε στο δωμάτιο, πιο προσεχτικά. Όχι, δεν είναι ο Ντέρεκ. Αυτό το αγόρι είναι σαφώς ψηλότερο. Πλησιάζω. Το αγόρι κοιτάει έκπληκτο τη σωρό από τα σχοινιά που απέδρασα. Σκύβει αργά και ακουμπάει τα σχοινιά ένα-ένα. Και τότε αρχίζει να κλαίει. Μου κόβει την ανάσα αυτή η στενάχωρη εικόνα. Ποιος κρύβεται πίσω απ'αυτήν την μάσκα; Το αγόρι σηκώνεται ξαφνικά και βγαίνει γρήγορα από το δωμάτιο, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Όχι όμως τόσο γρήγορα για να μην παρατηρήσω ότι οι μαύρες μπότες που φόραγε ανήκαν στον Τάιλερ. 


Τα βλέφαρα μου ανοίγουν απαλά. Κατευθείαν δάκρυα αποδρούν από τα μάτια μου. Εκείνο το όραμα. Ο Τάιλερ. Δεν είμαι πια στην καφετέρια αλλά σ'ένα κρεβάτι. Στο διπλανό κοιμάται η Μελίσσα. Παρατηρώ ότι έχει ξημερώσει. Πόση ώρα κοιμόμουν; Που είναι ο Ντέρεκ; Και πάνω απ'όλα πού βρίσκεται ο Τάιλερ; Είχε πάει να με σώσει. Δεν έπρεπε να πιστέψω τον Ντέρεκ, ότι δεν με αγαπάει. Ο Τάιλερ μ'αγαπάει, όπως τον αγαπάω κι εγώ. Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι και βγαίνω από το δωμάτιο. Άγγελοι πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους του Σχολείου. Τους προσπερνάω, ψάχνοντας την Μαρκέλλα. Είναι η μόνη στην οποία θέλω να μιλήσω αυτή τη στιγμή.     

Οι ΔιάδοχοιWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu