Κεφάλαιο 16

90 12 1
                                    

~Μαρκέλλα~

(16 χρονών)

Σκέφτομαι τα λόγια της Ρεβέκκα και ίσως τελικά να έχει δίκιο. Δεν το πιστεύω πόσο εγωίστρια μπορώ να γίνω ώρες-ώρες. Ο κόσμος κινδυνεύει να καταστραφεί και εγώ και κάθομαι και κλαίω για βλακείες. Πρέπει να αποδεχτώ πως ο Παράδεισος είναι ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Οι Άγγελοι είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό μου. Νιώθω μέσα μου ξεχωριστή. Κάτι που για πρώτη φορά στη ζωή μου το νιώθω. Πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι και να φέρομαι εγωιστικά. Πλέον για'μένα δεν υπάρχει το εγώ αλλά το εμείς. Με αυτές τις σκέψεις να τριγυρνάνε στο μυαλό μου χαμογελάω στην Ρεβέκκα. 

-Έχεις δίκιο. Πρέπει να ξεχάσω τον χορό. Πρέπει μα συγκεντρωθώ στην εξυπηρέτηση των καθηκόντων μου. Λέω στη Ρεβέκκα όσο κι αν πληγώνομαι. 

-Συμφωνώ απόλυτα. Πάω τώρα σπίτι μου μπας και προλάβω να κάνω τίποτα για το σχολείο. Τα λέμε. Λέει η Ρεβέκκα, με φιλάει και φεύγει. Κάνω και εγώ τα μαθήματά μου για το κανονικό μου σχολείο γιατί απ'ότι κατάλαβα στο σχολείο στον Παράδεισο δεν θα έχουμε πολλά μαθήματα. Πάλι καλά γιατί δεν νομίζω να άντεχα να έχω μαθήματα για δύο σχολεία. Μόλις τελειώνω τα μαθήματα χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει η μητέρα μου και ακούω μία αντρική φωνή. Κατεβαίνω γρήγορα για να αντικρίσω τον παρέα μου. Μόλις τον βλέπω τρέχω και τον αγκαλιάζω. Με αγκαλιάζει και αυτός σφιχτά και με κάνει να νιώθω σαν αυτό το μικρό, αγνό, αθώο κοριτσάκι που ήμουν όταν ήμουν 13 χρονών. Ήτανε στη Βιέννη και λογικά μόλις γύρισε. Κρατάει πολλές σακούλες οι οποίες είναι γεμάτες με ρούχα και αναμνηστικά που έχει φέρει από τα ταξίδια του, όπως κάνει πάντα. Εμένα όμως δε μ'ενδιαφέρουν τα πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα από τη Βιέννη ή από το Παρίσι. Με ενδιαφέρει που γύρισε ο πατέρας μου και τον έχω κοντά μου. 

-Αυτό είναι για'σένα. Μου λέει ο πατέρας μου δίνοντάς μου μία ροζ σακούλα με άσπρες καρδούλες. Το κοιτάζω γεμάτη λαχτάρα. 

-Άνοιξέ το! Μου λέει ο πατέρας μου και το ανοίγω με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Βγάζω το περιεχόμενό του και είναι ένα γυαλιστερό, μπορντό κουτί. Το ανοίγω και μέσα βρίσκεται το πιο υπέροχο σετ βραχιολιών που έχω δει ποτέ μου. Έχει 5 χρυσά βραχιόλια που το καθένα είναι διαφορετικό. Τα βάζω στο αριστερό μου χέρι και το κουνάω. Είναι απλά υπέροχα. 

-Σου αρέσουν; Με ρωτάει ο πατέρας μου ανήσυχος. 

-Είναι δυνατόν να μην μου αρέσουν μπαμπά; Είναι πανέμορφα. Σε ευχαριστώ πολύ. Του λέω και τον αγκαλιάζω. Παίρνω όλες τις σακούλες και ανεβαίνω στο δωμάτιό μου για να τις δω μόνη μου. Αφήνω πίσω τους γονείς μου μόνους τους για να μιλήσουν λίγο. Τόσο καιρό έχουν να ιδωθούν. Παίρνω τηλέφωνο τη Ρεβέκκα για να έρθει να ανοίξουμε μαζί τις σακούλες. Χτυπάει για αρκετή ώρα και τελικά το σηκώνει. 

-Ναι; 

-Έλα Ρεβέκκα, θες να περάσεις από το σπίτι μου; 

-Ναι, έρχομαι. Μου λέει και το κλείνει. Πετάω το κινητό μου στο κρεβάτι και ξαφνικά η ζώνη στη μέση μου, που απέκτησα στον κόσμο των Αγγέλων, αρχίζει να σφίγγει τη μέση μου. Με σφίγγει υπερβολικά, τόσο πολύ που δεν μπορώ να ανασάνω. Πέφτω κάτω από τον πόνο και βλέπω τον Μπούμπι να με κοιτάζει με ένα ανήσυχο βλέμμα. Φεύγει από το δωμάτιο λογικά για να φέρει βοήθεια. Δεν μπορώ όμως να αντέξω μέχρι τότε και κλείνω τα μάτια μου. 

Στη φωτογραφεία είναι τα βραχιόλια που της έκανε δώρο ο πατέρας της.   


Οι ΔιάδοχοιWhere stories live. Discover now