Κεφάλαιο 1

337 22 0
                                    

~Ρεβέκκα~

(13 χρονών)

Τα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. Η τηλεόραση προειδοποίησε για καταιγίδα. Κοιτάω έξω από το παράθυρό μου για άλλη μια φορά. Πάντα μου άρεσαν τα σύννεφα. Μου αρέσει ο τρόπος που αλλάζουν σχήμα και μοιάζουν σαν να χορεύουν. Μόνο που σήμερα μοιάζουν ανήσυχα. Έχουν πάρει ένα περίεργο κοκκινωπό χρώμα λες και κάπου έχει ξεσπάσει φωτιά, επηρεάζοντας και τον ουρανό. Κλείνω τις κουρτίνες του παραθύρου μου καθώς στο δωμάτιο μπαίνει ο μπαμπάς μου. Μόνο στα χαρτιά μπαμπάς μου. 

-Πάλι στο παράθυρο είσαι εσύ; Θα στο καταστρέψω μια μέρα, σου το ορκίζομαι. Δεν μπορείς να είσαι συνέχεια εκεί. Άιντε στρώσου στο διάβασμα! μου φωνάζει ως συνήθως. Παίρνω το γνωστό κενό βλέμμα μου. Ευτυχώς τόσα χρόνια ζώντας μαζί του έμαθα να κρύβω τα δάκρυά μου. 

-Μάλιστα μπαμπά, χρησιμοποιώ την τελευταία λέξη σχεδόν φτύνοντας την. Αποφεύγω να τον κοιτάξω στα μάτια γιατί ξέρω τι θα αντικρίσω. Ένα βλέμμα χωρίς ίχνος αγάπης. Κάτι που με φοβίζει, πάντα με φόβιζε.

-Άστο παιδί ήσυχο, εμφανίζεται η μαμά μου γεμίζοντας το χώρο του δωματίου μου με την ανεξήγητη λαμπερή "ακτινοβολία" της. 

-Είπες κάτι Άννε; στρέφεται ο μπαμπάς μου σ'αυτήν με την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. 

-Ναι Κρις, είπα άστο παιδί ήσυχο, τον κοιτάει μέσα στα μάτια μ'αυτό το ανατριχιαστικό, παράξενο βλέμμα της. Ποτέ δεν μπόρεσα να το κατανοήσω. Πάντως σίγουρα αυτό το βλέμμα επηρεάζει πολύ τον μπαμπά μου. Για λίγο μοιάζει ζαλισμένος και όπως συνήθως υπακούει:

-Πάω να ξαπλώσω, λέει και βγαίνει από το δωμάτιο σαν υπνωτισμένος. Κάθομαι στο γραφείο μου μη θέλοντας να παρακολουθήσω άλλο αυτή τη σκηνή. Η μαμά μου έρχεται και κάθεται δίπλα μου.

-Σε πείραξε κοριτσάκι μου; μου χαϊδεύει την πλάτη ακριβώς πάνω στα δύο σημάδια που έχω από την ώρα που γεννήθηκα. 

-Όχι μαμά....Γιατί τον παντρεύτηκες αλήθεια; Κάνω την ερώτηση που ήθελα εδώ και χρόνια. Με κοιτάει με καταγάλανα μάτια της, ακριβώς όπως είναι το χρώμα και των δικών μου. Η μαμά μου είναι πανέμορφη. Πάντα την θαύμαζα γι'αυτό. Έχει κατάξανθα μαλλιά,μακριά που τελειώνουν σε μπούκλες και τα πιο λαμπερά μάτια που έχω δει ποτέ μου. Ο χαρακτήρας της είναι εξίσου υπέροχος. Είναι γλυκιά, υπομονετική, πάντα εκεί για να σε ακούσει. Παρ'όλα αυτά είναι μια δυναμική γυναίκα με αυτοπεποίθηση και καλή χειρίστρια των προβλημάτων μας. Είναι λοιπόν μια τόσο γοητευτική γυναίκα που θα μπορούσε να έχει βρει έναν εξίσου καλό σύζυγο. Δεν καταλαβαίνω γιατί διάλεξε αυτόν. Ο Κρις είναι απαίσιος άνθρωπος. Είναι συνέχεια μ'ένα κατσουφιασμένο βλέμμα στο πρόσωπό του και μοιάζει να μας μισεί και τις τρεις (συμπεριλαμβανομένου της αδερφής μου). Ακόμα δεν έχω καταλάβει το γιατί. Η μαμά με επαναφέρει στην πραγματικότητα γελώντας μ'αυτό το δροσερό γέλιο της. 

-Προφανώς τον αγάπησα, μου απαντάει αλλά η δυσπιστία είναι προφανής στη φωνή της. 

-Πώς το κάνεις αυτό με το βλέμμα; της κάνω την δεύτερη ερώτηση που βασανίζει το μυαλό μου. Το πρόσωπό της σκληραίνει για μια στιγμή αλλά αμέσως μετά η ειρήνη σκεπάζει το πρόσωπό της. Παρ'όλα αυτά δεν μου απαντάει, πιέζοντας για άλλη μια φορά τα δύο σημάδια στην πλάτη μου. Σηκώνεται απλά και βγαίνει με χάρη από το δωμάτιο. Μένω μόνη μου, με ένα κενό αίσθημα μέσα μου. 

-Ρεβέκκα έλα να φάμε, ακούω την δεκαεξάχρονη αδερφή μου, Βίβιαν, να φωνάζει από τον διάδρομο. Δεν απαντάω. Νιώθω ξαφνικά τόσο αδύναμη για να κάνω οτιδήποτε. Πάω ξανά στο παράθυρο. Ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει περισσότερο και τα σύννεφα είναι υπερβολικά πυκνά. Ξαφνικά νιώθω την πλάτη μου να καίγεται, ακριβώς πάνω στα σημάδια. Ο πόνος συνεχίζεται και διαπερνάει όλο μου το σώμα. Μα τι μου συμβαίνει;

-Μαμάάά ! Φωνάζω πέφτοντας στο πάτωμα. Προσπαθώ να σταματήσω τον πόνο τυλίγοντας το σώμα μου στα δύο. Πρώτα μπαίνει στο δωμάτιο η Βίβιαν και σπεύδει να με βοηθήσει. Ακολουθεί ανήσυχη η μητέρα μου. 

-Μαμά, τι συμβαίνει; λέω καθώς τη νιώθω να ακουμπάει τα σημάδια της πλάτης μου. 

-Βίβιαν, βγες από το δωμάτιο, διατάζει η μαμά μου και η Βίβιαν ρίχνοντας μου ένα ανήσυχο βλέμμα υπακούει.

-Μαμά, τσιρίζω σχεδόν καθώς μου βγάζει την μπλούζα. Η μαμά μου μοιάζει να μην ακούει. Ψιθυρίζοντας κάτι σε μια ξένη γλώσσα για 'μένα, ο πόνος υποχωρεί. 

-Τι έγινε; την ρωτάω ανήσυχη. 

-Θα μάθεις σύντομα κοριτσάκι μου, ρίχνει μια ματιά στον ουρανό, πρέπει να φύγω για λίγο. Με χρειάζονται. Για την ώρα κοιμήσου, μου λέει κοιτάζοντας με έντονα και νιώθω τα βλέφαρά μου να κλείνουν απότομα. 

---------------------------------------------------------------------------------------------------

Λοιπόν, αυτό είναι το 1ο κεφάλαιο του καινούργιου μου βιβλίου και ελπίζω να σας άρεσε. Θα ανεβάζω καινούργια κεφάλαια όποτε βρίσκω χρόνο. 

Τσάο!  


Οι ΔιάδοχοιWhere stories live. Discover now