Κεφάλαιο 35

62 14 6
                                    

~Ρεβέκκα~

(16 χρονών)

-Δεν το πιστεύω ότι ο Ντέρεκ μου έχει εξαφανίσει αυτές τις αναμνήσεις, λέω καθώς ο Τάιλερ μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. 

-Φοβότανε μήπως με ερωτευτείς ξανά. Βλέπεις πιστεύει ότι είμαι επικίνδυνος. Άσε που ζηλεύει κιόλας, μου λέει με ένα μουδιασμένο χαμόγελο. 

-Αυτός ισχυρίζεται ότι με αγαπάει, ότι θέλει να με προστατέψει, λέω και αντιλαμβάνομαι ότι προσπαθώ να δικαιολογήσω τον Ντέρεκ στον Τάιλερ αλλά και στον ίδιο μου τον εαυτό. Ο Τάιλερ με σκουντάει κάνοντας το κρεβάτι να τρίξει ελαφρά. 

-Εγώ σε αγαπάω περισσότερο. Να το θυμάσαι αυτό, μου λέει. Γυρίζω το κεφάλι μου και ακουμπάω τα χέρια μου στον θώρακά του. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με κοιτάει κατευθείαν μέσα στα μάτια. Χάνομαι για λίγο στα μελί του μάτια και του ψιθυρίζω:

-Και εγώ σ'αγαπάω. Αλλά μην με κάνεις να μισήσω τον Ντέρεκ. Είναι αδύνατο, το πρόσωπό του σκληραίνει κάνοντας τον να φαίνεται πιο άγριος. Και όπως το περίμενα μια μικρή φλόγα έχει αρχίσει να σιγοκαίει στο χέρι του καίγοντας λίγο την μπλούζα μου. Ο Τάιλερ πετάγεται μακρυά μου και κλείνοντας για λίγο τα μάτια του εξαφανίζει την φωτιά. 

-Ναι κατάλαβα...Όταν νευριάζεις..., ψιθυρίζω. 

-Συγγνώμη. Σε έκαψα; Μου λέει και έρχεται πίσω μου. Περιεργάζεται την μπλούζα μου και βρίζει σιγανά. 

-Έλα εντάξει, δεν πειράζει. Έχω κι άλλα ρούχα, αστειεύομαι και βγάζω την μπλούζα μου. Μένω το άσπρο βαμβακερό φανελάκι μου. Ο Τάιλερ με πιάνει από πίσω, φέρνοντας το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του. Χαμογελάει, αποκαλύπτοντας το υπέροχο χαμόγελο του. Τον φιλάω απαλά. Ακόμα δεν μπορώ να τον συνηθίσω χωρίς τα επιβλητικά μαύρα φτερά του. Τυλίγει το ένα χέρι του στη μέση μου και με το άλλο αρχίσει να χαϊδεύει το πρόσωπο μου συνεχίζοντας να με φιλάει. Ξαφνικά η πόρτα μου αρχίζει να χτυπάει μανιωδώς και ακούω τη μητέρα μου να φωνάζει. Ευτυχώς είναι καλά. Αποτραβιέμαι τελικά από τον Τάιλερ αγχωμένη. Δεν πρέπει να τον δει η μητέρα μου. Ο Τάιλερ με κοιτάει κοκαλωμένος. 

-Στην ντουλάπα, του λέω. Σηκώνει το ένα του φρύδι και αρχίζει να γελάει κατευθυνόμενος στην ντουλάπα. Ανοίγω την πόρτα και η μητέρα μου με αγκαλιάζει, σχεδόν κλαίγοντας, με ορμή. 

-Είσαι καλά. Δόξα τω Θεό, μου λέει σφίγγοντας με περισσότερο. 

-Εσύ, τι έγινε; Της λέω θέλοντας να μάθω πώς εξελίχθηκε ο "πόλεμος". Αλλά πριν προλάβει να απαντήσει, η όψη της έχει αρχίσει να ξεθωριάζει. Ένα όραμα ξεδιπλώνεται για άλλη μια φορά στο μυαλό μου. Συγκεντρώνομαι σε αυτό. Μπροστά μου βλέπω τον Παράδεισο σε κατάσταση χάους. Σκοτεινοί Άγγελοι ενάντια σε Καλούς Αγγέλους. Φωτιές να εκτοξεύονται στον ουρανό και νερό προσπαθεί να τις σβήσει. Ακόμα και οι Δυνάμεις μοιάζουν να πολεμούν μεταξύ τους. Ξαφνικά η εικόνα αλλάζει δίνοντας στην θέση της στον Ντέρεκ που κρατάει στην αγκαλιά του την Ντελάνσυ. 

Οι ΔιάδοχοιWhere stories live. Discover now