Κεφάλαιο 26

92 14 0
                                    

~Μαρκέλλα~

(16 χρονών)

Κάθομαι στο περβάζι του παραθύρου του δωματίου μου κοιτάζοντας την πίσω αυλή του σπιτιού μου. Κοιτάζω επίμονα το σημείο όπου είχε ανοίξει η πρώτη πύλη. Δεν νομίζω πως μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς να είμαι Άγγελος. Έχει γίνει πλέον ένα κομμάτι του εαυτού μου και της ζωής μου. Έχει πέσει ο ήλιος. Έχει ολοκληρώσει το ταξίδι του και τη θέση του την έχει πάρει το φεγγάρι και τα αστέρια το περικυκλώνουν κάνοντάς το πιο φωτεινό. Το φως που αντανακλούν δίνουν φως στη νύχτα κάνοντας την πιο φωτεινή. Ξαφνικά διακρίνω μια μορφή στην πίσω αυλή να προχωράει αθόρυβα. Καθώς περνάει κάτω από το φανοστάτη της αυλής μου καταλαβαίνω ποιος είναι. Η Ρεβέκκα! Πού πάει πάλι μέσα στη νύχτα; Είμαι σχεδόν σίγουρη πως πάει στον Παράδεισο για να δει τον Τάιλερ. Δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ με την Ρεβέκκα και τον Τάιλερ. Είμαι πολύ κουρασμένη γι'αυτό καλύτερα να ξαπλώσω. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και μόλις κλείνω τα μάτια μου με πιάνει ο ύπνος. 


Νιώθω στο πρόσωπό μου κάτι να με δροσίζει. Ανοίγω τα μάτια μου και αντικρίζω του Μπούμπι. Τον παίρνω από πάνω μου και σηκώνομαι. Το αγκαλιάζω και στα χέρια μου το νιώθω σαν ένα μικρό, άσπρο, χνουδωτό μπαλάκι. Ύστερα το αφήνω κάτω για να ετοιμαστώ για το σχολείο. Βάζω μια μακρυμάνικη μπλούζα με γκρι και άσπρε ρίγες, ένα σκούρο μπλε τζιν και τις θαλασσί μπότες Ugg. Πιάνω το μαλλί μου σε μια τέλεια γαλλική κοτσίδα και βάζω στα μάτια μου λίγη μάσκαρα για να τονίσω τις βλεφαρίδες μου. Παρατηρώ το είδωλό μου στον καθρέφτη και το αποτέλεσμα με ικανοποιεί. Παίρνω την τσάντα μου, Polo, και κατεβαίνω τις σκάλες που ακολουθούν στο σαλόνι. Στον αέρα κυριαρχεί η μυρωδιά από τηγανίτες, το αγαπημένο πρωινό του μπαμπά. Αφήνω την τσάντα μου στον καναπέ του σαλονιού και πηγαίνω στην κουζίνα για να πάρω το πρωινό μου. Χαιρετάω τη μητέρα μου και δίνω ένα φιλί στο μάγουλο του πατέρα μου. Κάθομαι στο τραπέζι και η μητέρα μου σερβίρει το μπολ με τα δημητριακά και το γάλα. 

-Πότε θα ξαναφύγεις; Ρωτάω τον πατέρα μου καθώς βάζω μία κουταλιά από τα δημητριακά στο στόμα μου. 

-Αύριο το πρωί. Θες να κάνουμε κάτι μαζί σήμερα; Με ρωτάει ο πατέρας μου ενώ ρίχνει λίγο μέλι στη τηγανίτα του. Ρίχνω μια ανήσυχη ματιά στη μητέρα μου και τελικά λέω:

-Εεεμμ.....δεν ξέρω. Όταν θα είμαι ελεύθερη θα σου πω. 

Νιώθω ένοχη που τον αφήνω έτσι. Τόσο καιρό περίμενα να έρθει και τώρα δεν μπορώ να περάσω χρόνο μαζί του. Μόλις πίνω και την τελευταία σταγόνα γάλατος ακούω το κουδούνι. 

Οι ΔιάδοχοιWhere stories live. Discover now