Η επίπλαστη αποθέωση της ειρήνης/ part 2

Start from the beginning
                                    

«Μάλιστα» απάντησε εκείνος.

«Σε περιμένουν στα κεντρικά του Κόμματος. Ο κύριος Γκαίμπελς» τον διέταξε και εκείνος ένευσε θετικά. Τελικά είχαν έρθει εκείνοι πρώτοι να τον βρουν. Ας ήταν. Θα μάθαινε τα εσωκομματικά που τόσο λαχταρούσε και θα φρόντιζε να βεβαιωθεί πως ο Τρίμπιχ ως προδότης και εραστής με μία Εβραία, θα είχε επίσης την τύχη που του άρμοζε. Στην ουσία τίποτε δεν θα του έκαναν αν οι ατασθαλίες του δεν είχαν δει το φως, καθιστώντας τες επικίνδυνες να διαδοθούν.

Προτού περάσει από τα κεντρικά, έπρεπε αρχικά να βρει τον Χανς. Με την γνωστή ενδυμασία πλέον, πήρε τον σιδηρόδρομο για το Νοικέλν και το μαγαζί του. Τον βρήκε όπως πάντα ανέμελο, όσο αυτό ήταν δυνατό, να τακτοποιεί τη βιτρίνα. Μία βιτρίνα που πλέον σκονιζόταν μιας και σπάνια είχε πελάτες. Σαν τον είδε να πλησιάζει, χαμογέλασε ελαφρώς συγκρατημένα.

«Καλημέρα» του είπε πρόσχαρα και ο Ότο τον χαιρέτησε με μία τυπικότητα που πάντα τον χαρακτήριζε. Ο Χανς τον κοίταξε για λίγο με το φρύδι να υψώνεται. «Έχω την εντύπωση πως όλο αυτό πήγε τέλεια» αποφάνθηκε «Έχεις μία λάμψη επιπλέον. Ξέρεις λίγη αριοσύνη παραπάνω» γέλασε στο τέλος για να εισπράξει μία σκουντιά.

«Καλά πήγε» ήταν η μόνη απάντηση που του δόθηκε.

«Λιτός και απέριττος εκφραστικά»

«Άκουσε Εβραίε, σήμερα φεύγω. Ωστόσο, θέλω να πάρεις αυτά» του είπε δίνοντάς του τα κλειδιά του διαμερίσματος τα δεύτερα.

«Τι είναι αυτά; Να προσέχω το σπίτι θέλεις;» τον ρώτησε ο Χανς ελαφρώς θιγμένος.

«Όχι. Αυτά είναι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Θα την καταλάβεις αν έρθει, πίστεψέ με»

Ο Χανς  απέμεινε να τα κοιτάζει χάσκοντας. Τι συνέβαινε με τον νεαρό απέναντί του; Νοιαζόταν όντως;

«Ευχαριστώ» είπε αμήχανα.

«Και θέλω να πάρεις και αυτά» του είπε βάζοντας στην τσέπη του σκισμένου του σχεδόν παντελονιού ένα ποσό.

«Δεν μπορώ να τα δεχτώ» απάντησε ο Χανς.

«Δεν είναι ελεημοσύνη» πρόφερε κοφτά ο Ότο.

«Έτσι το ένιωσα. Κοίτα, μπορεί κυριολεκτικά να τρώμε ένα γεύμα την ημέρα και το μαγαζί μας να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, αλλά έχουμε περηφάνια. Δεν μπορώ να δεχτώ τα λεφτά» επέμεινε.

«Εντάξει, τότε άσε με να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια. Το πιο ακριβό» του βρήκε τη λύση και μαζί μπήκαν στο μαγαζί κοιτώντας αν υπήρχαν μάτια τριγύρω. Ήταν νωρίς το πρωί ακόμη ευτυχώς και τα περισσότερα μαγαζιά θα άνοιγαν σε μερικά λεπτά. Ο Ότο κάθισε στην καρέκλα για να δοκιμάσει και κοίταξε τον Χανς. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κίνησή σου να μου κάνεις δώρο εκείνα τα παπούτσια, σε μία μέρα μαρτυρική για εμένα. Την έκανες λίγο καλύτερη. Τότε ίσως να μην το έδειξα, μα έτσι ήταν. Ήμουν απελπισμένος και ο χαμός του Λούκα νωπός στην καρδιά μου. Παρά την τεράστια ανάγκη σου, μου χάρισες ένα προϊόν του μαγαζιού σου. Δεν σκέφτηκες πως ήμουν ναζί, έτσι τώρα δεν σκέφτομαι πως είσαι Εβραίος. Μην απορείς για την καλοσύνη μου» του εξήγησε πάντοτε σχετικά κοφτά.

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαWhere stories live. Discover now