Η Αντανάκλαση των πόθων του Έθνους/ part 2

289 57 92
                                    

Ο Χανς βρισκόταν στο μαγαζί του πατέρα του. Τελευταία αισθανόταν μοναξιά και η κάθε μέρα φάνταζε χειρότερη από την προηγούμενη. Καθώς γυάλιζε το δέρμα των παπουτσιών, προσπαθούσε να σκεφτεί ποια να ήταν άραγε η τελευταία φορά που είχε περάσει όμορφα. Ίσως εκείνο το τελευταίο, ηλιόλουστο καλοκαίρι, προτού τον ήλιο του τον κρύψει μία και καλή η εκλογή του Χίτλερ. Στην τσέπη του είχε μία παλαιά φωτογραφία με εκείνον, τον Βίνφριντ, τον Λούκα, τη Χέλγκα και την Κρίστα. Ήταν η παρέα του, η παρέα των παιδικών του φίλων που πλέον αποτελούσε παρελθόν.

«Σου αξίζει ένα διάλειμμα, από το πρωί δουλεύεις» άκουσε τον πατέρα του να ψελλίζει. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί έπειτα από τον ξυλοδαρμό.

«Είμαι εντάξει. Θέλω να είμαι βέβαιος πως εσύ νιώθεις καλά» απάντησε ο Χανς.

«Στην δουλειά είμαι μία χαρά. Έχω τον καλύτερο συνεργάτη που θα μπορούσα να ζητήσω» προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. «Αυτό που με απασχολεί είναι το μέλλον σου και η καλοπέρασή σου. Στην ηλικία σου έπρεπε να έχεις φίλους, κορίτσι ίσως και αντί αυτού εξαιτίας όλης αυτής της κατάστασης, μαραζώνεις κάνοντας παρέα με έναν γέρο σαν εμένα. Συγγνώμη που εμείς, η γενιά μας δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει σε εσάς ένα καλύτερο μέλλον»

«Μπαμπά τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Και επιτέλους, πρέπει να καθαρίσουμε τις μπογιές από την βιτρίνα» ξεφύσησε.

«Θέλεις να εξαγριώσουμε τα κτήνη; Να φτάσουν να χτυπήσουν μέχρι θανάτου εσένα ή τη μητέρα σου;»

«Τι κακό κάναμε στη χώρα τους; Από παιδί το σκέφτομαι» αγανάκτησε.

«Στον κόσμο θέλεις να πεις. Ο αντισημιτισμός είναι ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο, απλώς εδώ παράγινε. Τελοσπάντων, αρκετά με αυτές τις συζητήσεις. Βγάλε από το μυαλό σου αυτά τα βάσανα για λίγο έστω» πρόφερε ο πατέρας του.

«Ίσως πάω τότε μία βόλτα, για να χαζέψω τις χιτλερικές σημαίες που ανεμίζουν στην κούνια που μας κούναγε» ψέλλισε ο Χανς ανόρεχτα.

«Γιατί δεν παίρνεις τη Χέλγκα μαζί; Τόσο όμορφο κορίτσι...»

«Είμαστε κολλητοί από παιδιά, δεν την είδα ποτέ αλλιώς» του χαμογέλασε ο Χανς και ανέβηκε επάνω στα δωμάτια.

Μπαίνοντας στο δικό του απλό και λιτό, αφέθηκε να καταρρεύσει στο κρεβάτι για μερικά λεπτά. Κατόπιν σηκώθηκε βαρύς και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. ΄΄Γιατί να μην μπορώ να ζήσω όπως οι άλλοι; Τι είναι αυτό που μου αφαιρεί το δικαίωμα του ανθρώπου; Έχω λευκό δέρμα, μικρή μύτη και αυτή την στιγμή σαν ηλίθιος, απολογούμαι στον Χίτλερ για την ύπαρξή μου΄΄ εκνευρίστηκε στο τέλος. Κάνοντας ένα σύντομο μπάνιο και χτενίζοντας τα μαλλιά του για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, βγήκε από το σπίτι για περπάτημα που και αυτό τον δυσαρεστούσε. Στο τοπίο μίας υποσυνείδητα νεκρής ηθικά πόλης, βάδιζε δύσθυμα, όταν μπροστά του δύο νεαρές κοπέλες της ηλικίας του, ντυμένες με τις στολές της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων στέκονταν κουβεντιάζοντας. Ολόξανθες, με τα μαλλιά χτενισμένα σε περίτεχνες πλεξούδες, μιλούσαν και γελούσαν μονάχα που στα αφτιά του νεαρού το γέλιο τους παραμορφωνόταν και έφτανε σαν σατανικό ντελίριο. Κάθισε απέναντί τους, μη δίνοντας σημασία. Όταν στράφηκαν προς το μέρος του, το πρόσωπο της μίας ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει ποτέ του. Τα μάτια της δεν ήταν απλώς γαλάζια. Έλαμπαν και στραφτάλιζαν κάτω από τις αδύναμες ηλιαχτίδες της δύσης. Στη θέα αυτή, ο Χανς απέσυρε τη ματιά του με αηδία. Πώς τους είχαν καταντήσει; Με τι είδους ιδέες ανατράφηκαν τα παιδιά αυτά από μωρά ακόμη, όταν χορωδιακά και γλυκά τραγουδούσαν στο σχολείο πως πρέπει να αποφεύγουν τους Εβραίους και τους Κομμουνιστές για το καλό της πατρίδας;

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαOn viuen les histories. Descobreix ara