Οι Γείτονες/ part 2

493 86 142
                                    

Το μαγαζί του πατέρα του Γκούσταφ, υπήρχε ακόμη και άνθιζε για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Το είχαν αναλάβει οι αδελφές του, ενώ ο ίδιος πλέον άνεργος, έπρεπε αναγκαστικά να εργαστεί εκεί προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του. Η κατάσταση στην Γερμανία και ακόμη χειρότερα στην περιοχή του, όπου κατοικούσαν και πολλοί αριστεροί, ήταν ανυπόφορη. Η ανεργία μάστιζε την χώρα, βασικά αγαθά όπως η πατάτα είχαν εξαφανιστεί από το Βερολίνο, οι μαυραγορίτες κυριαρχούσαν και ο λαός ταπεινωμένος από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών*, αναζητούσε μία διέξοδο. Για τον Γκούσταφ, ο δρόμος που δειλά είχε χαράξει εκείνος ο νεαρός που είχε κάποτε συναντήσει στο νοσοκομείο, ήταν ίσως η μόνη λύτρωση, τη στιγμή που η γυναίκα του είχε ακριβώς την αντίθετη άποψη.

Μέσα στην ταραγμένη εκείνη λοιπόν εποχή, στην τελευταία ανάσα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, γύρω στο τέλος του 1917, ήρθαν στη ζωή δύο όμορφα, κατάξανθα αγόρια, με βαθυγάλανα μάτια. Ο πατέρας τους είχε ήδη επιστρέψει εξαιτίας του τραυματισμού του εδώ και ένα χρόνο. Την παύση του πολέμου, ο Γκούσταφ και η αδερφή του η μεσαία, η Ροζίνα που ήταν και η μοναδική που είχε τόσο στενές επαφές με την οικογένεια, την βίωσαν διαφορετικά αν και υπήρχε μεταξύ τους ένα κοινό σημείο συμφωνίας, απλώς η άποψη της αδερφής του ήταν πιο μετριοπαθής. Οι αδυναμίες, όπως συχνά έλεγε στα αγόρια και ανίψια της, είχαν φανεί ήδη από το 1919. Αυτό πίστευε ακράδαντα και ο Γκούσταφ. Πως την Δημοκρατία δυστυχώς είχε σφραγίσει, όχι μία συμφωνία ή ιδρυτική αξιομνημόνευτη πράξη, αλλά μία ατιμωτική ήττα. Πολλοί δυστυχώς ήταν πρόθυμοι να πειστούν ότι έπεσαν θύματα της εξαπάτησης και της εκδικητικότητας. Τόνιζε λοιπόν, πως η Δημοκρατία, η οποία βρισκόταν εν τη γενέσει, είχε δεχτεί δύο χτυπήματα, το ένα ήταν η εξαπάτηση του Χίντεμπουργκ* και το άλλο ήταν η στάση των νικητών και ιδιαίτερα της Γαλλίας. Έτσι, ο Χίτλερ τελικά, απέκτησε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως δήθεν προστάτης της γερμανικής τιμής. Στο άκουσμα φυσικά του Αδόλφου, αναστέναζε με ευχαρίστηση θυμούμενος εκείνη την συζήτηση, τότε στο νοσοκομείο.

Τα χρόνια περνούσαν, τα αγόρια είχαν φτάσει τα επτά και βρισκόμαστε στο έτος του 1923. Η εκπληκτική εκείνη χρονιά, πιθανότατα προσέδωσε στους σημερινούς Γερμανούς, εκείνα τα ανατριχιαστικά για τον υπόλοιπο κόσμο, γνωρίσματα, όπως την κυνική αλαζονεία και την πίστη πως δεν υπάρχει άγος στη ζωή εκμηδενίζοντας πολλές αξίες. Μέσα σε εκείνα τα χρόνια μεγάλωναν και τα παιδιά. Ο Λούκα ήταν κυριολεκτικά η χαρά της ζωής και συνώνυμο της τρέλας, σε αντίθεση με τον αδερφό του, τον Όττο, που ήταν εσωστρεφής. Πολλές φορές η μητέρα τους, παραδεχόταν πως ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να τον ψυχολογήσει, καθώς σπάνια εκφραζόταν. Αν υπήρχε ένα πράγμα όμως, που είχε γίνει απολύτως κατανοητό, ήταν ο φόβος του για τον πατέρα του. Ο Λούκα αν και πιο ατίθασος από εκείνον, συχνά ξεγλιστρούσε και όλο το ατελείωτο ξύλο και κατσάδιασμα, το έτρωγε ο αδερφός του. Αρκετές φορές τα πράγματα ξέφευγαν, σε σημείο που το πάτωμα γέμιζε με αίματα από τις ανοιχτές πληγές του Όττο και τις γροθιές που πάλευε να ρίξει ο μικρός Λούκα στον τύραννο που είχε για πατέρα. Βλέποντας λοιπόν ο Γκούσταφ πως ο Λούκα είχε περισσότερο τον αέρα της ξεγνοιασιάς της μητέρας του, είχε ρίξει όλο του το βάρος της κατήχησης στον Όττο, θέλοντας να τον κάνει αυτό που έλεγε πάντα. Σωστό Γερμανό πολίτη μίας φυλής ανώτερης. Η κατήχηση είχε αρχίσει από τα τέσσερά του χρόνια. Μέχρι τότε, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, το ίδιο και ο μικρός.

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαWhere stories live. Discover now