Ακόμη και αν όλοι λυγίσουν, εσύ θα αρνηθείς/ part 2

351 72 150
                                    

Η Γκρέτα μιλούσε συχνά στον Λούκα για την εποχή που ζούσαν, την εποχή Στρέζεμαν, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ακόμη ήταν μικρός για να κατανοήσει τα πάντα. Η εποχή εκείνη λοιπόν, δεν χαρακτηριζόταν στα σίγουρα σπουδαία. Στα παρασκήνια καιροφυλαχτούσαν δυνάμεις δαιμονικές, για την ώρα φιμωμένες. Ήταν μία εποχή που οι νέοι Γερμανοί στην ηλικία του Γκούσταφ περίπου, που είχαν ζήσει τα γεγονότα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, και είχαν μάθει στην αναταραχή και στις καθημερινές συμπλοκές στους δρόμους ακόμη και με την λήξη του πολέμου, βρέθηκαν σε μία περίοδο ξαφνικής ειρήνης και ανίας. Αρκετοί από αυτούς δεν ήξεραν τι να την κάνουν και πώς να διαχειριστούν την ξαφνική ελευθερία και ηρεμία που έτσι απλά τους χαρίστηκε. Στη Γερμανία επίσης τότε, μέσα στο δυσοίωνο κλίμα που επικρατούσε και το υπερβολικά κακό πνεύμα, αναπτυσσόταν και κάτι άλλο. Μία διεστραμμένη γενιά. Η γεμάτη αναστάτωση δεκαετία του 1914 μέχρι και το 1923, με την ακόλαστη ορμή της, είχε σαρώσει κάθε στήριγμα και παράδοση. Οι περισσότεροι βρήκαν ελπίδα σε έναν ανερμάτιστο κυνισμό, ενώ υπήρχαν και εκείνοι οι λίγοι, στους οποίους ανήκε και η Γκρέτα και φυσικά κατά πώς φαινόταν και ο γιός της ο Λούκα, που έμαθαν να ζουν απελευθερωμένοι από την αδιαλλαξία και το μίσος που κόχλαζε. Ένα μίσος που ακόμη δεν είχε εκδηλωθεί σε όλο του το μεγαλείο.

Το Βερολίνο ήταν ακόμη μία κοσμοπολίτικη πόλη και η Γκρέτα χαιρόταν που ο Λούκα θα ανήκε σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων, που θα ήταν φιλόξενη αλλά και ενθουσιώδης για κάθε τι ξένο και καινούργιο. Που θεωρούσε τη ζωή ενδιαφέρουσα, καθώς δεν κυκλοφορούσαν μονάχα Γερμανοί, αλλά και άνθρωποι από όλον τον κόσμο. Λίγο πριν να φτάσουν εκείνη την ημέρα στο σχολείο και με τον Ότο να έχει ήδη χαθεί από μπροστά της, προσπερνώντας την παρέα των παιδιών, η Γκρέτα γονάτισε μπροστά στον άλλο γιο της και πιάνοντάς του τρυφερά τα χέρια, του είπε κάτι που στην ζωή του ολόκληρη το έκανε σημαία των πιστεύω του και καταφύγιο της ψυχής και των φόβων του.

«Γιε μου, θέλω να γνωρίζεις πως θα έρθουν εποχές παράξενες. Εποχές που ίσως και να νιώσεις ξένος μέσα στην ίδια σου την πατρίδα. Θέλω λοιπόν, εδώ, να μου υποσχεθείς κάτι. Πως ακόμη και αν όλοι λυγίσουν, ακόμη και αν όλοι ακολουθήσουν τη σαθρή μάζα, εσύ θα αρνηθείς. Μπορεί να μην κατανοείς πλήρως τα λόγια μου, μα να θυμάσαι, πως ακόμη και αν όλοι συμπράξουν, εσύ δεν θα δεχτείς ποτέ. Θα κάνεις τα πάντα για να σώσεις την όμορφη ψυχή σου»

Ο Λούκα την κοίταξε στα μάτια και έπειτα το βλέμμα του κατρακύλησε στο πλάι, εκεί ακριβώς που στεκόταν η Χέλγκα. Μπορεί να μην είχε καταλάβει κάθε δύσκολη λέξη, ή ίσως κάθε έννοια που είχε χρησιμοποιήσει η μητέρα του, ωστόσο ήξερε. Ήξερε πολύ καλά ποιο ήταν εκείνο το μαύρο σύννεφο που απειλητικά πλησίαζε. Το ζούσε εξάλλου μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Θα έφτανε ο καιρός όμως, που οι αντιλήψεις του πατέρα του θα θέριευαν και θα απειλούσαν να καταπιούν τόσο την κοινωνία, όσο και τον ίδιο. Θα έφτανε η στιγμή, που από την αγαπημένη του τριάδα, τον Χανς, τον Βίνφριντ και την Κρίστα, θα έπρεπε αρχικά να εξαιρέσει τον Χανς, καθώς ήταν Εβραίος, και έπειτα την νέα του γειτόνισσα που ανέμελα χαμογελούσε, κάτω από το λυκόφως του χειμωνιάτικου πρωινού. Θα έφτανε η μέρα που δεν θα έβλεπαν όλοι μία παρέα παιδιών, αλλά τρεις Γερμανούς και δύο Εβραίους. Αν λοιπόν αυτό ήταν που ζητούσε η μητέρα του από εκείνον, να διαφυλάξει τα πιστεύω του και την ακεραιότητά του, τότε θα το έκανε με κίνδυνο ακόμη και την ζωή του.

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαWhere stories live. Discover now