Και τώρα οι δυο μας/ part 7

Start from the beginning
                                    

«Ότο άνοιξέ μου! Ο Στάινερ είμαι» προσπάθησε να τον καλέσει.

Από την άλλη πλευρά, ο Ότο κοιμόταν βαριά. Είχε πιεί για ακόμη μία φορά και η πτώση σε λήθαργο φάνταζε ιδανική. Κάπου βαθιά, απομακρυσμένα, άκουγε μία φωνή. Δεν αναγνώριζε όμως μήτε το άτομο, μήτε τη φωνή.

«Στρίβε!» φώναξε μέσα στην παραζάλη του και προσπαθώντας να σηκωθεί παρέσυρε ένα τραπεζάκι μικρό.

«Ότο για το Θεό, σε εκλιπαρώ, άνοιξε» συνέχισε η φωνή και ο νεαρός με πολύ κόπο κατευθύνθηκε στην πόρτα και την άνοιξε ελάχιστα.

Το πρόσωπο του Στάινερ φωτίστηκε.

«Εσύ μου έλειπες τώρα. Πάρε δρόμο! Δεν θέλω να βλέπω κανέναν, τι δεν καταλαβαίνετε;» του γρύλισε.

«Ο αδερφός σου δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο για εσένα» πρόφερε ο Στάινερ.

«Μην πιάνεις τον Λούκα στο στόμα σου! Δεν έχει σημασία τώρα πια» τα μάτια του βούρκωσαν και πάλι. Τελευταία τα συναισθήματά του είχαν τσαλακωθεί σε τέτοιο βαθμό που εκδηλώνονταν με την πρώτη ευκαιρία.

«Έχεις φάει τίποτε;» τον ρώτησε ο Στάινερ δειλά. Κοιτάζοντάς τον, δεν αναγνώριζε ούτε στο ελάχιστο τον λαμπερό, γεμάτο αυτοπεποίθηση νεαρό. Είχε μείνει μία σκιά και ήταν λογικό. Είχαν περάσει ώρες από το συμβάν.

«Φύγε Στάινερ» του είπε πιο ψύχραιμα κλείνοντάς του την πόρτα. Κάπου εκεί, αφέθηκε ξανά στο έλεος μίας χειμαρρώδους καταστροφικής σκέψης.

Η συσσωρευμένη του οργή σχεδόν τον έπνιγε. Δεν είχε κάποιον να κατηγορήσει, κάποιον να τιμωρήσει, ώστε να δικαιώσει την ψυχή του αδερφού του. Αυτός ο άγνωστος, αόρατος δολοφόνος, έκανε χειρότερη ζημιά. Τον ωθούσε να ξεσπάσει σε οτιδήποτε θα έβρισκε μπροστά του. Δεν ήταν όμως μονάχος του στο πένθος. Η Χέλγκα είχε μείνει εξίσου νηστική. Ο Άντον γυρνώντας από την δουλειά έβρισκε το φαγητό έτοιμο, το οποίο μηχανικά είχε ετοιμάσει η κόρη του, η οποία συνήθως βρισκόταν έξω στον κήπο, ακόμη και αν το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Χανς της είχε επιστρέψει το παλτό. Βλέποντάς το, ήταν σχεδόν βέβαιος πως ήταν δικό της. Αυτή τη στιγμή, καθόταν σε ένα μισοφαγωμένο τραπεζάκι. Για ακόμη μία φορά τα ζεστά δάκρυα αφέθηκαν να κυλήσουν αβίαστα στα μάγουλά της. Ο συναισθηματικός της κόσμος ήταν ακανόνιστος, ταραχώδης και μπλεγμένος. Μέσα της αναδύονταν και βυθίζονταν διάφορα συναισθήματα, ο λογισμός της έτρεχε διαρκώς από ανάμνηση σε ανάμνηση. Πίσω λοιπόν, πίσω στα παιδικά της χρόνια, θυμόταν την πρώτη της συνάντηση, με τα δύο αγόρια. Ο Ότο είχε πηδήξει στο φράχτη και την επεξεργαζόταν θυμωμένα, ενώ ο Λούκα σαν τον άνεμο της ανεμελιάς την ενσωμάτωσε ευθύς στην παρέα του. Ο λογισμός της συνέχισε τις αναδρομές. Ένας καβγάς στη μέση του δρόμου, ο Ότο να την σπρώχνει και έπειτα εκείνη να του ορμάει για να τον δει ωστόσο να ξαφνιάζεται και να σταματά την άμυνα, όπως ακριβώς συνέβη και μπροστά από το ιατρείο του πατέρα της. Αφέθηκε να τον χτυπήσει, δίχως την παραμικρή αντίδραση. Από την άλλη, ο κοινωνικός και τρυφερός επαναστάτης Λούκα, που με το χαμόγελό του σάρωνε κάθε σκοτεινό ίχνος στο διάβα του.

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαWhere stories live. Discover now