Κεφάλαιο 64 - Μεγάλη απόφαση

2.5K 308 10
                                    

Ο Ορέστης δεν ειδοποίησε κανέναν. Πως θα μπορούσε να τους πει κάτι τέτοιο; Ο ίδιος ήλπιζε οτι είχε γίνει κάποιο λάθος και ότι η γυναίκα που βρέθηκε δεν ήταν η Δανάη.

Καθώς όμως πήγαινε για να βρει τον Άγγελο η καρδιά του είχε σφιχτεί και μια τάση ναυτίας τον είχε πιάσει. Ο ξάδερφός του τον περίμενε έξω από το αστυνομικό τμήμα με μια σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπό του.

Ο Ορέστης βγήκε από το αμάξι αφού το πάρκαρε όπως όπως. Έφτασε μπροστά του και είπε με δυσκολία: " Την είδες; Είναι ... είναι η Δανάη;"

Ο Αγγελος έβαλε καθησυχαστικά το χέρι στον ώμο του: " Όχι όχι ακόμη. Ηρέμησε πρώτα. Έρχεται ένας συνάδελφος με τις φωτογραφίες. Θα μάθουμε αμέσως αν είναι όντως η Δανάη. Τι έγινε; Γιατί έφυγε και γιατί φοβάσαι οτι μπορεί να έχει κάνει κάτι τέτοιο;"

Ο Ορέστης έπιασε τον Άγγελο από το πουκάμισο και έσφιξε τα χέρια του τσαλακώνοντας το: " Την απογοητεύσαμε όλοι. Αισθάνεται οτι δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν και οτι είναι μόνη της. Αν είναι πραγματικά αυτή δεν ξέρω τι θα κάνω"

Ένα λευκό αυτοκίνητο σταμάτησε λίγο πιο πέρα και ένας άντρας βγήκε από μέσα που κοίταξε καχύποπτα τον Ορέστη που έσφιγγε ακόμη το πουκάμισο του ξαδέρφου του.

Ο Άγγελος έπιασε τα χέρια του και τα κατέβασε και μετά προχώρησε προς τον άντρα που ερχόταν προς το μέρος τους: " Σταύρο, μου έφερες τις φωτογραφίες;"

Ο άντρας σήκωσε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια του και ο Ορέστης τον κοίταξε με τρόμο. Ο Άγγελος άπλωσε το χέρι του και τον πήρε για να του τον δώσει αλλά εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω: " Άγγελε δεν μπορώ να τις δω. Δες τες εσύ και πες μου."

Ο Ορέστης φαινόταν σα να περίμενε την καταδίκη του. Ο Άγγελος άνοιξε τον φάκελο ενώ ο Σταύρος τους παρακολουθούσε με απορία. Την ώρα που ο Άγγελος κοίταζε τις φωτογραφίες ο Ορέστης αισθανόταν οτι ο χρόνος είχε μπει σε αργή κίνηση.

Ο Άγγελος έβαλε το χέρι του στον ώμο του ξαδέρφου του: " Δεν είναι η Δανάη." Του έδωσε τις φωτογραφιές και εκείνος τις κοίταξε. Στην φωτογραφία η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη  σε ένα φορείο με κλειστά μάτια και πανιασμένο πρόσωπο, αν και έμοιαζε κάπως, πραγματικά δεν ήταν η Δανάη. Σε μια από τις υπόλοιπες φωτογραφίες ο Ορέστης αναγνώρισε την τσάντα που κρατούσε η Δανάη εκείνη την μέρα.

"Αυτή η τσάντα είναι πραγματικά της Δανάης. Πως βρέθηκε στα χέρια αυτής της γυναίκας;"

Ο Άγγελος κοίταξε ερωτηματικά τον Σταύρο: " Μάθαμε κάτι παραπάνω για το τι συνέβη;"

"Ψάχνουμε να βρούμε τι έγινε. Δεν είναι  αυτή που λέει η ταυτότητα;"

"Όχι. Η ταυτότητα ανήκει σε άλλη γυναίκα. Την ξέρουμε και δεν είναι αυτή."

"ΟΚ, θα το ψάξουμε." Ο Σταύρος πήρε τις φωτογραφίες και μπήκε στο κτίριο ενώ ο Άγγελος στράφηκε στον Ορέστη:

"Τουλάχιστον δεν ήταν αυτή."

"Ναι... αλλά που είναι; Είναι σα να έχει ξεφορτωθεί όλα όσα την συνέδεαν μαζί μας. Δεν ξερω που να την ψάξω..."

"Ηρέμησε ... ίσως αυτό που χρειάζεται να είναι λίγος χρόνος μόνη της. Αφού σκεφτεί ψύχραιμα μπορεί να γυρίσει."

"Δεν ξέρω τι να κάνω... ειλικρινά..."

Η απόγνωση του Ορέστη έκανε τον Άγγελο να συνειδητοποιήσει πόσο βαθιά ερωτευμένος ήταν ο ξάδερφός του, όμως φοβόταν οτι αν η Δανάη ήθελε πραγματικά να εξαφανιστεί, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να την βρουν.



Η Δανάη βγήκε από το αστυνομικό τμήμα. Ευτυχώς είχε βάλει το πορτοφόλι της στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν της από το πρωί και έτσι όταν εκείνη η γυναίκα της έκλεψε την τσάντα από την στάση, της έμειναν λεφτά.  Δυστυχώς  έπρεπε να πάει στο αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει την απώλεια της ταυτότητάς της που την είχε στην θήκη της τσάντας της και αυτό για να μην μπλέξει.

Περπατούσε αργά καθώς τα φώτα στους δρόμους άναβαν.  Η βροχή είχε σταματήσει αλλά έκανε κρύο. Αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα. Τα φώτα ενός κομμωτηρίου της έδωσαν την απάντηση που έψαχνε. Μπήκε μέσα.

Οι κομμώτρια την κοίταξε έκπληκτη όταν της είπε οτι ήθελε να κόψει τα μαλλιά της αγορέ. Όταν βγήκε είχε ήδη αποφασίσει ότι θα άλλαζε ζωή. Δεν θα γύριζε πίσω. Όλοι την είχαν απογοητεύσει. Γι αυτό θα άλλαζε ρότα για να μην μπορεί κανείς τους να την βρει.

Ευτυχώς είχε συγκεντρώσει στην τράπεζα ένα ποσό και έτσι μέχρι να βρει μια δουλειά θα είχε τρόπο να επιβιώσει. Όταν πήγε να κάνει ενημέρωση στον λογαριασμό της διαπίστωσε οτι κάποιος της είχε βάλει ένα πολύ μεγάλο ποσό. Ίσως η Μίνα;

Έβγαλε το υπόλοιπο των χρημάτων που χρωστούσε στον φίλο του πατέρα της και μπήκε στο λεωφορείο που θα την πήγαινε στο σπίτι του.

Αργότερα έφευγε ανακουφισμένη αφού είχε ξοφλήσει όλο το χρέος του πατέρα της και είχε χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Μάνο Στεργίου. Πήρε το λεωφορείο και μετά τον ηλεκτρικό και κατέβηκε στο λιμάνι. Ήθελε να φύγει. Όταν θα τακτοποιόταν κάπου θα έβαζε κάποιον για να πουλήσει το σπίτι της. Δεν θα έβλεπε ξανά κανέναν τους.




Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα