Κεφάλαιο 1- Δανάη

9.5K 401 22
                                    

Η Δανάη χαμογέλασε στην μεγάλη γυναίκα δίνοντας της τα ρέστα και εκείνη ανταπέδωσε το χαμόγελο.

"Δανάη, θα χάσεις το μάθημα  αν δεν φύγεις αμέσως!" Η Χαρά δίπλα της την έσπρωξε απαλά. Ήταν η καλύτερή της φίλη και ο μόνος δικός της άνθρωπος σε όλο τον κόσμο.

"Ναι, ναι φεύγω αμέσως." Έβγαλε την ποδιά της και την κρέμασε. Το καφέ που δούλευε παρόλο που ήταν μικρό έκανε πολύ δουλειά και το αφεντικό τους ήταν καλό. Άρπαξε την τσάντα της με τα βιβλία και άρχισε να τρέχει στέλνοντας φιλιά στον αέρα στην φίλη της: " Τα λέμε αργότερα."

Βγήκε στον κεντρικό δρόμο που είχε πολύ κίνηση. Ευτυχώς η σχολή της ήταν λίγο πιο κάτω. Άρχισε να κινείται κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από τον κόσμο που περπατούσε στο πεζοδρόμιο.  Κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε η ώρα. Αν αργούσε δεν θα μπορούσε να μπει και θα έχανε το μάθημα. Δεν είχε περιθώριο να χάσει μάθημα. Έπρεπε να τα περάσει όλα. Ήταν το πρώτο μάθημα της εξεταστικής και το θεωρούσε γούρι για τα υπόλοιπα.

Σταμάτησε στο φανάρι και κοίταξε ανυπόμονα το κόκκινο:' Άλλαξε, άλλαξε' Προσπάθησε να το μαγέψει από μέσα της.

Το φανάρι επιτέλους άλλαξε και εκείνη πετάχτηκε στο δρόμο την στιγμή που άκουσε τα λάστιχα από ένα κάμπριο πολυτελές αυτοκίνητο να σφυρίζουν καθώς ο οδηγός του προσπαθούσε να το σταματήσει. Το αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα στα πόδια της και εκείνη τρομαγμένη γύρισε και έβαλε τις παλάμες της στο καπό. Κοίταξε τον άντρα που καθόταν στην θέση του οδηγού. Την κοίταζε ταραγμένος και είχε τα πιο ωραία γκρι μάτια που είχε δει ποτέ της.

Η Δανάη τέντωσε το σώμα της και έτεινε τον δείκτη της προς το μέρος του και άρχισε να φων'αζει οργισμένη: " Βιάζεσαι αρκετά για να σκοτώσεις άνθρωπο; Δεν βλέπεις το κόκκινο στρογγυλό φως; Για εσένα είναι."

Σήκωσε την τσάντα της που είχε πέσει στον δρόμο και άρχισε να τρέχει. Ο άντρας συνέχισε να την ακολουθεί με το βλέμμα. Αυτή την κοπέλα κάπου την είχε ξαναδεί. Ξαφνικά σαν κάτι να φώτισε την μνήμη του. Έμοιαζε πολύ  με την κόρη του φίλου του πατέρα του. Αυτήν που του προξένευε επίμονα ο μπαμπάς του. Άναψε το πράσινο και ο Ορέστης πάτησε το γκάζι. Το αυτοκίνητο τινάχτηκε μπροστά. Και μόνο η σκέψη της Οικονόμου τον έκανε να θυμώνει. Ήταν το πιο εγωκεντρικό, αλαζονικό  και ψυχρό άτομο που είχε γνωρίσει.


Η Δανάη βγήκε χαμογελαστή από την αίθουσα. Ευτυχώς είχε προλάβει να μπει λίγο πριν κλείσει η πόρτα και τα είχε πάει πολύ καλά. Έβγαλε το κινητό της και το άνοιξε. Αμέσως χτύπησε. Ήταν η Χαρά: " Τάξε μου!" Της είπε παιχνιδιάρικα.

"Τι έγινε;" Ρώτησε εκείνη με αγωνία.

" Με πήρε μια φίλη από μεγάλο ξενοδοχείο του κέντρου. Το Σάββατο θα έχουν ένα μεγάλο γεγονός και χρειάζονται έξτρα σερβιτόρους. Της είπα να μας υπολογίσει."

"Μπράβο καλά έκανες. Έρχομαι από εκεί. Τα λέμε σε λίγο."

"Ε!! Περίμενε ! Δεν μου είπες πως τα πήγες;"

"Πολύ καλά."

Η Δανάη κατέβηκε τα σκαλιά της σχολής ενώ σκεφτόταν πόσο τυχερή ήταν που είχε μια φίλη σαν την Χαρά. Από όταν έχασε τους δικούς της οι γονείς της Χαράς της είχαν συμπαρασταθεί . Η Δανάη συνέχισε να ζει στο μικρό δυαράκι που ζούσε με τους γονείς της μετά την χρεοκοπία του πατέρα της αλλά η μητέρα της Χαράς πάντα της πήγαινε φαγητό και την φρόντιζε.

Ο πατέρας της Δανάης ήταν πολύ πλούσιος αλλά με την κρίση χρεοκόπησε και μπήκε στην φυλακή ενώ η μητέρα της μαράζωνε μέρα με την ημέρα ώσπου στο τέλος μόλις έμαθε τον θάνατο του πατέρα της πέθανε και εκείνη. Μέσα σε δύο μέρες η Δανάη είχε μείνει ολομόναχη.


Ένα μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο. Ελπίζω να σας αρέσει!


Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα