Κεφάλαιο 62 - Οι γέφυρες γκρεμίζονται

2.7K 330 9
                                    

Πρόλαβα να περάσω άλλο ένα κεφάλαιο σήμερα. YEH!!!!

Η Δανάη έτρεχε για να φύγει χωρίς όμως να ξέρει που ήθελε να πάει. Άκουσε πίσω της τον Ορέστη να την φωνάζει αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ήθελε να φύγει μακριά από όλους και όλα όσα την πλήγωσαν. Πήγε στις σκάλες και άρχισε να τις κατεβαίνει. Όταν έφτασε στην είσοδο άκουσε τα βήματα του Ορέστη πίσω της. Βγήκε στον δρόμο ενώ η δυνατή βροχή συνέχισε να πέφτει.

Αισθάνθηκε όπως αισθανόταν όταν ήταν παιδί και έτρεχε να ξεφύγει από τα χέρια των ανθρώπων που ενώ έπρεπε να την προσέχουν της προκαλούσαν πόνο. Και τώρα πονούσε, ίσως πιο πολύ από τότε.

 Έτρεξε και κρύφτηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Είχε γίνει μούσκεμα αλλά δεν την ένοιαζε. Κρυφοκοίταξε για να δει τον Ορέστη να βγαίνει στην βροχή και να κοιτάζει γύρω του, ψάχνοντάς την. Μετά από λίγο προχώρησε προς την μεριά που ήταν αντίθετα από αυτήν που είχε κρυφτεί. Μόλις εκείνος χάθηκε στην γωνία, η Δανάη βγήκε από την κρυψώνα της και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη από εκείνον κατεύθυνση. Προχωρούσε αργά με το μυαλό της να ταλαιπωρείται από σκέψεις που την βασάνιζαν.

Πίστευε ότι δεν ήταν άξια να αγαπηθεί από κανέναν γι αυτό και όλοι της φερόταν με αυτόν τον τρόπο. Ότι και αν έκανε όσο και αν προσπαθούσε να είναι ένα άτομο που όλοι θα θαύμαζαν και θα αγαπούσαν δεν το κατάφερε. Αισθανόταν πολύ κουρασμένη και ήθελε να φύγει. Για μια φορά στην ζωή της ήθελε να μην σκέφτεται και να κάνει ο κάτι που θα την ηρεμούσε και θα την παρηγορούσε.

Ένας κεραυνός την έκανε να πεταχτεί και να τρέξει σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Έμεινε εκεί τρέμοντας τόσο από τα βρεγμένα ρούχα της όσο και από τον φόβο της. Το τηλέφωνό της άρχισε να χτυπάει και πάλι. Κοίταξε την οθόνη. Ο Ορέστης. Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη της. Μετά από λίγο άρχισε και πάλι να χτυπάει. Η Χαρά. Το έκλεισε και πάλι αλλά αμέσως άρχισε να χτυπάει. Ο Ορέστης.

Η Δανάη τσίριξε και πέταξε με δύναμη το κινητό μακριά της. Μια γυναίκα που περνούσε από μπροστά της τρόμαξε και την κοίταξε επιφυλακτικά. Η Δανάη της ζήτησε συγνώμη και απομακρύνθηκε τρέχοντας μέσα στην βροχή.

Ο Ορέστης έβρισε δυνατά κάνοντας έναν ζευγάρι μπροστά του να τον κοιτάξει περίεργα. Η Δανάη δεν του απαντούσε. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο ανήμπορος και απελπισμένος. Το βλέμμα που είχε δει τον είχε τρομάξει. Δεν ήταν φόβος, δεν ήταν απελπισία ήταν παραίτηση. Ο ίδιος αισθάνθηκε τόσο ξαφνιασμένος από την συμπεριφορά της που δεν πρόλαβε να την κρατήσει αλλά αυτό που τον είχε παγώσει δεν ήταν ο θυμός της αλλά το σκοτάδι στα μάτια της.

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα