Κεφάλαιο 33 - Πικρά λόγια

2.8K 341 31
                                    

Η Αθηνά έβγαλε το τηλέφωνό της και κάλεσε το νούμερο  του Ορέστη. Εκείνος δεν το σήκωσε. Κάτι μέσα της την προειδοποιούσε οτι κάτι άσχημο είχε  συμβεί. Κάλεσε ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Η Χαρά πήγε αμέσως κοντά της : " Έγινε κάτι; Δείχνεις ανήσυνη."

" Χαρά εγώ θα φύγω."

"Κουράστηκες;"

" Εεε ναι. "

"Όπως νομίζεις."

Όταν η Αθηνά μπήκε στο σπίτι της είχε ήδη καλέσει αμέτρητες φορές τον Ορέστη αλλά φαινόταν εκείνος να έχει κλείσει το τηλέφωνό του.

Αποφάσισε οτι το πρωί θα πήγαινε να τον βρει για να της εξηγήσει την συμπεριφορά του.

Όταν  τελικά την πήρε ο ύπνος άρχισαν τα περίεργα όνειρα. Ζούσε σε μια έπαυλη αλλά οι γονείς της δεν ήταν οι ίδιοι. Ήταν ένα άλλο ζευγάρι που την αγαπούσε πολύ. Όταν ξύπνησε τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα και έξω είχε ξημερώσει. Κοίταξε το ρολόι της και σηκώθηκε. Έπρεπε να πάει να βρει τον Ορέστη.


Ο Ορέστης καθόταν στο γραφείο του αλλά το μυαλό του ήταν καρφωμένο στην εικόνα της Αθηνάς που είχε δει στο κινητό του ξαδέρφου του το προηγούμενο βράδυ. Ο Άγγελος τον είχε παρακαλέσει να μην αναφέρει πουθενά το βίντεο γιατί ήταν μέρος της έρευνας για έναν από τους δύο άντρες που ήταν μεγάλος έμπορος ναρκωτικών αλλά εκείνος ήθελε να του το δείξει  για να καταλάβει ποια ήταν η Αθηνά.  Έτσι ο Ορέστης προσπαθούσε προς το παρόν να αποφύγει την Αθηνά αφού δεν θα μπορούσε να της εξηγήσει τον λόγο που είχε αλλάξει. Όμως ήξερε οτι αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να την αντιμετωπίσει.

Η γραμματέας του τον ειδοποίησε οτι η Έλενα περίμενε να τον δει. Όταν εκείνη  μπήκε στο γραφείο του το άρωμά της πλημμύρισε τον χώρο. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε: " Ορέστη που χάθηκες; Ήρθα να σε πάρω για φαγητό."

Αν και η διάθεσή του δεν ήταν καλή της χαμογέλασε. Δεν του έφταιγε σε τίποτα η Έλενα. Ξέφυγε από την αγκαλιά της και σηκώθηκε από την καρέκλα του : " Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Η αλήθεια είναι οτι πεινάω. Πάμε." Πήρε το σακάκι του και οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς την πόρτα.


Όταν η Αθηνά μπήκε στο κτίριο των γραφείων  του Ορέστη πλησίαζε μεσημέρι. Όλο το πρωί καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα αφού εκείνος συνέχιζε να μην απαντάει στα τηλεφωνήματά της.

Πλησίαζε το γραφείο της γραμματέας του όταν η πόρτα του γραφείου του άνοιξε και από μέσα βγήκε εκείνος με την Έλενα να χαμογελάει ικανοποιημένη κρεμασμένη από πάνω του. Έμεινε να τους κοιτάζει παγωμένη ώσπου εκείνος την είδε. Η έκπληξη που φάνηκε για λίγο στα μάτια του είχε χαθεί όταν της μίλησε αδιάφορα: " Αθηνά, πως και ήρθες εδώ;"

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα