Κεφάλαιο 46 - Γύρνα πίσω

3K 335 8
                                    

Η Δανάη δεν σκέφτηκε καθόλου την πρόταση του Αλκιβιάδη. Δεν θα μπορούσε ποτέ να πάει για να μείνει με την οικογένεια της Αθηνάς. Δεν είχε κανένα λόγο για να το κάνει. Ήταν άγνωστοι για εκείνη και επιπλέον ήταν οι γονείς της Αθηνάς. Αν το έκανε θα αισθανόταν τύψεις και ενοχές.

Ο Αλκιβιάδης δεν εμφανίστηκε άλλο τις υπόλοιπες μέρες ενώ εκείνη προσπαθούσε να οργανώσει και πάλι την ζωή της. Υπέθεσε οτιεκείνος  κατάλαβε την απάντηση που ήθελε να του δώσει και ότι ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε κάποιον από το περιβάλλον της Αθηνάς αλλά έκανε λάθος.

Η Δανάη συνέχισε να ζει στο σπίτι της Χαράς. Η φίλη της δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει ακόμη. Ένα πρωί βγήκε από την πολυκατοικία ενώ κοίταζε την τσάντα της για να βρει την κάρτα της. Ευτυχώς το αφεντικό της στο καφέ είχε δεχτεί να την ξαναπροσλάβει και τα χαρτιά της στην σχολή είχαν γίνει δεκτά, έτσι μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές της. 

Άρχισε να περπατάει προς την στάση όταν είδε ένα πολυτελές σπόρ αυτοκίνητο, παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω και έναν ψηλό άντρα με γυαλιά ηλίου, να ακουμπάει νωχελικά επάνω του, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Του έριξε μια ματιά περνώντας από δίπλα του, κάποιον της θύμιζε... αλλά όταν είδε το λεωφορείο να πλησιάζει, άρχισε να τρέχει προς την στάση.  Δεν είχε προλάβει να κάνει δυο βήματα όταν αισθάνθηκε ένα χέρι  να την τραβάει πίσω.

Γύρισε  ενοχλημένη να αντιμετωπίσει αυτόν που την κράταγε.

"Γεια σου Δανάη!" Ο άντρας στεκόταν πίσω της. Με το ελεύθερο χέρι του έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του και εκείνη αναγνώρισε τον άντρα που είχε συναντήσει στο σπίτι της Αθηνάς εκείνο το βράδυ.

Προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της ενώ είπε: " Έχουμε συναντηθεί στο σπίτι της Αθηνάς.

"Ναι με θυμήθηκες..."

Η Δανάη είδε το λεωφορείο να σταματάει στην στάση αλλά το χέρι του άντρα δεν την άφησε.

"Σε θυμήθηκα, είσαι ο Ορέστης,  όμως με συγχωρείς πρέπει να φύγω. Θα χάσω το λεωφορείο μου."

Το χέρι του σφίχτηκε περισσότερο, απαγορεύοντας της να απομακρυνθεί. Εκείνη τον κοίταξε ενοχλημένη : " Μπορείς να με αφήσεις;" Το λεωφορείο έκλεισε τις πόρτες και ξεκίνησε ενώ η Δανάη το παρακολουθούσε αγχωμένη.

Ο Ορέστης συνέχισε να την κοιτάζει ατάραχος  αλλά ξαφνιάστηκε όταν εκείνη τίναξε δυνατά το χέρι της οργισμένη: " Άφησέ με επιτέλους! Ορίστε έχασα  το λεωφορείο , τώρα θα αργήσω στην δουλειά μου."

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα