Κεφάλαιο 61 - Το σκοτάδι

2.6K 313 10
                                    

Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα του Ορέστη η Δανάη πήγε κατευθείαν μπροστά στην μπαλκονόπορτα και στάθηκε μπροστά του με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος της κοιτάζοντας την θέα χωρίς να την βλέπει.

Στο μυαλό της είχε μια καταιγίδα. Τα λόγια που άκουσε ήταν το μεγαλύτερο σοκ της ζωής της.

Ο Ορέστης πήγε και στάθηκε πίσω της ανήσυχος: " Δεν θα μου πεις τι συμβαίνει;"

Η απαλή του φωνή την έκανε να γυρίσει προς το μέρος του. Τα μάτια της ήταν υγρά και έδειχναν απελπισία: " Ξέρεις οτι μεγάλωσα στο ορφανοτροφείο;"

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και η Δανάη συνέχισε: "Τα παιδιά σαν και εμένα πάντα θέλουν να πιστεύουν οτι δεν εγκαταλείφθηκαν.... Οτι οι γονείς τους τα αγαπούσαν αλλά ακραίες συνθήκες τους ανάγκασαν να τα εγκαταλείψουν. Όλη μου την ζωή αυτό ήθελα να πιστεύω. Επίσης θέλω οι άνθρωποι που αγαπώ και εμπιστεύομαι να μην μου κρατούν μυστικά. Σήμερα διαψεύστηκαν και οι δύο επιθυμίες μου. Αυτό έγινε." Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε πάλι να κοιτάξει έξω.

Ο Ορέστης δεν μίλησε. Η κατάστασή της ήταν πολύ άσχημη. Άνοιξε το τηλέφωνό του και κοίταξε τα μηνύματά του. Η Χαρά του είχε τηλεφωνήσει πολλές φορές.

Η φωνή της Δανάης ακούστηκε παγωμένη: " Μην σηκώσεις το τηλέφωνο αν πάρει η Χαρά. Για εμένα τηλεφωνεί."

"Η Χαρά είναι φίλη σου και ανησυχεί για εσένα. Δεν ξέρω τι συνέβη αλλά δεν θα ήταν καλύτερα να μιλήσεις μαζί της πριν καταλήξεις σε συμπεράσματα;"

"Η Χαρά γνώριζε κάτι που ήξερε οτι ήταν πολύ σημαντικό για εμένα και μου το έκρυψε." Η σοβαρότητα της φωνής της έδειχνε την αποφασιστικότητά της.

"Νομίζω οτι θα πρέπει να της δώσεις μια ευκαιρία να σου εξηγήσει."

"Αυτή την στιγμή δεν μπορώ. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να σκεφτώ γιατί το μεγαλύτερό μου πρόβλημα δεν είναι η Χαρά αυτή την στιγμή."

"Καταλαβαίνω οτι δεν θέλεις να μου μιλήσεις αυτή την στιγμή. Δεν θα σε πιέσω. Όταν θελήσεις να μιλήσεις όμως, εγώ θα είμαι εδώ. Θα πάω να πάρω κάτι για φαγητό για να σε αφήσω να σκεφτείς. Ελπίζω όταν επιστρέψω να είσαι καλύτερα."

Ο Ορέστης έφυγε αφήνοντάς την μόνη.

Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, η Δανάη άφησε τα δάκρυα που συγκρατούσε με δυσκολία να τρέξουν. Στην ζωή της βίωσε την απόρριψη από την στιγμή που γεννήθηκε. Όταν περνούσε δύσκολα και υπέφερε, φανταζόταν μια οικογένεια που την αγαπούσε αλλά όλα ήταν στην φαντασία της. Κανείς δεν την ήθελε πραγματικά. Ακόμη και ο Άκης με την Φανή που την αγαπούσαν στο τέλος την εγκατέλειψαν. Ακόμη και η Χαρά την πρόδωσε. Ενω ήξερε την πραγματική της οικογένεια επέλεξε να μην της μιλήσει. Ένιωσε την μοναξιά πιο έντονη από ποτέ. Όλος ο κόσμος είχε εξαφανιστεί και αισθανόταν για πρώτη φορά το απόλυτο σκοτάδι να την καταπίνει. Ένας οξύς πόνος στο κεφάλι την έκανε να πιάσει το κεφάλι της και να βογκήξει. Το τηλέφωνό της άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη. Ήταν ο Ορέστης. Μια φωτεινή ακτίνα φώτισε λίγο το σκοτάδι της. Ο Ορέστης φαινόταν να ενδιαφέρεται για εκείνη.

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα