Κεφάλαιο 10- Επιστροφή στο σπίτι

3K 329 4
                                    

Ο Ορέστης άφησε την Αθηνά να περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου και πήγε να φέρει  το αμάξι του από το πάρκινγκ. Όταν το σπορ αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά της, εκείνη κάθισε στην θέση του συνοδηγού και προσπάθησε να βάλει την ζώνη ασφαλείας. Ο Ορέστης  αμέσως έσκυψε πάνω της και έπιασε την ζώνη της. Για λίγο έμειναν να κοιτάζονται σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο αλλά ξαφνικά εκείνος τραβήχτηκε πίσω, αφού της κούμπωσε την ζώνη.

Οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι και ο κόσμος περπατούσε με ομπρέλες στα πεζοδρόμια. Μετά από αρκετή διαδρομή μέσα στην σιωπή, η Αθηνά πετάχτηκε όταν άκουσε την φωνή του: " Πως είσαι; Σε λίγο φτάνουμε."

Είχαν μπει σε μια συνοικία που είχε μονοκατοικίες με μεγάλους κήπους αλλά το μέρος δεν της θύμιζε τίποτα. Ο Ορέστης σταμάτησε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα, που άρχισε να ανοίγει αργά, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη μοντέρνα διώροφη μονοκατοικία με μεγάλες μπαλκονόπορτες και παράθυρα. Ο κήπος ήταν μεγάλος και περιποιημένος . Ο Ορέστης άφησε το αμάξι στο δρομάκι που φαινόταν να οδηγεί σε ένα υπόγειο πάρκινγκ και βγήκε να της ανοίξει την πόρτα και να της λύσει την ζώνη.

Όταν εκείνη στάθηκε δίπλα στο αυτοκίνητο την ρώτησε :" Θυμάσαι το σπίτι σου;"

Το άγχος ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της  όταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι  της. Βλέποντας την ανασφάλεια στο πρόσωπό της έπιασε το χέρι της και την τράβηξε μαζί του. Μέσα το σπίτι ήταν λιτά και μοντέρνα διακοσμημένο. Η γυναίκα που τους άνοιξε την πόρτα ήταν γύρω στα εξήντα, περιποιημένη και χαμογελαστή: " Αθηνά μου, επιτέλους σε βλέπω. Ανησύχησα τόσο πολύ. Είσαι καλά τώρα;"

Η Αθηνά κοίταξε ερωτηματικά τον Ορέστη: " Αυτή είναι η νταντά σου, η κυρία Μάρθα."

Κάτω από το ανήσυχο βλέμμα της γυναίκας εκείνη χαμογέλασε αμήχανα:" Ναι σας ευχαριστώ."

Το έκπληκτο βλέμμα της γυναίκας στράφηκε στον Ορέστη. Η Αθηνά ποτέ δεν μιλούσε τόσο ευγενικά. Μετά ξεροέβηξε και είπε: " Έλα κορίτσι μου να σε πάω στο δωμάτιό σου. Ξέρω οτι προσωρινά δεν μπορείς να θυμηθείς κάποια πράγματα."

"Πηγαίνετε, εγώ θα περιμένω εδώ."

Έκανε να φύγει προς το σαλόνι αλλά το ζεστό χέρι της έπιασε το δικό του και του μίλησε παρακλητικά: "Έλα και εσύ μαζί μου."

Κατάλαβε οτι η Αθηνά βρισκόταν σε ένα άγνωστο περιβάλλον και ο μόνος που γνώριζε εκείνη την στιγμή ήταν εκείνος. Η ανασφάλεια που θα ένιωθε θα πρέπει να ήταν μεγάλη. Ο φόβος που έβλεπε στα μάτια της τον είχε επηρρεάσει. Έμοιαζε με μικρό παιδί που φοβόταν πολύ.

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα