Κεφάλαιο 50 - Καινούρια δουλειά

2.9K 328 16
                                    

Η Δανάη βγήκε από το νοσοκομείο και κατευθύνθηκε προς την μεγάλη λεωφόρο. Ευτυχώς για εκείνη η στάση ήταν κοντά. Το μυαλό της δεν μπορούσε να φύγει από τις εκφράσεις που έπαιρνε το πρόσωπο της Μίνας όταν την κοίταζε. Της θύμιζε το πρόσωπο της θετής της μητέρας. Περίμενε ένα αυτοκίνητο να περάσει από τον παράδρομο αναστενάζοντας. Της έλειπαν πολύ οι θετοί γονείς της. Τα μάτια της βούρκωσαν αμέσως στην σκέψη τους.

Ήταν έτοιμη να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν ένα χέρι την κράτησε. Γύρισε και είδε τον Ορέστη. Τα γκρι του μάτια έγιναν πιο σκούρα όταν διέκρινε τα βουρκωμένα μάτια της: " Γιατί κλαις;"

Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από το κράτημά του: " Δεν κλαίω."

Εκείνος συνέχισε να την παρατηρεί αλλά δεν την πίεσε : " Που πας;"

"Γυρίζω στο σπίτι."

"Έλα θα σε πάω εγώ."

"Δεν χρειάζεται να μπεις στον κόπο. Θα πάρω το λεωφορείο."

"Αυτό το λεωφορείο;" Της έδειξε το λεωφορείο που περνούσε πίσω της.

Η Δανάη ξεφύσηξε αγανακτισμένη: " Έχεις βάλει στόχο σου να με κάνεις να χάνω τα λεωφορεία μου;"

Ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του: " Αν σου πω ναι..; Έτσι μπορώ να σε πηγαίνω εγώ όπου θέλεις;"

Τον κοίταξε σοβαρή στην αρχή αλλά μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει το χαμόγελό της αφού εκείνος έμοιαζε με σκανδαλιάρικο παιδί που πιάστηκε να κάνει αταξία.

"Θα έρθεις λοιπόν ;" Την ρώτησε καταλαβαίνοντας την αλλαγή της.

Η Δανάη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά: " Αφού είσαι υπεύθυνος για το ότι έχασα το λεωφορείο μου, θα δεχτώ και αυτήν τη φορά την βοήθειά σου αλλά θα είναι η τελευταία φορά. Την επόμενη φορά δεν πρόκειται να σε ακολουθήσω." Η Δανάη σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να αλλάξει πάνω από τρία λεωφορεία και να διασχίσει όλη την πόλη, για να φτάσει σπίτι και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δέχτηκε την προσφορά του.

Η κίνηση στους δρόμους ήταν αυξημένη λόγω της ώρας και έτσι προχωρούσαν αργά. Το στομάχι της γουργούρισε και εκείνη έβαλε αμήχανη τα χέρια της στην κοιλιά της αλλά ευτυχώς εκείνος δεν φάνηκε να το πρόσεξε. Ο Ορέστης μπήκε σε έναν παράδρομο αποφεύγοντας την πολλή κίνηση . Μπροστά τους είχαν έναν δρόμο γεμάτο από μπαράκια, εστιατόρια και καφετέριες. Εκείνος ξεκίνησε να παρκάρει το αυτοκίνητο.

Η ΑΛΛΑΓΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα