Κεφάλαιο 46

5.4K 487 44
                                    

Η Ιφιγένεια άνοιξε τα μάτια της ευτυχισμένη. Έξω είχε ξημερώσει και εκείνη βρισκόταν στην αγκαλιά του άντρα που, όπως έπρεπε πια να παραδεχτεί, αγαπούσε και ήθελε για πάντα στην ζωή της. Κοίταξε το πρόσωπό του όπως κοιμόταν γαλήνια δίπλα της και δεν άντεξε , άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε απαλά το μάγουλό του που είχε γίνει τραχύ, αφού ήθελε ξύρισμα. Εκείνος δεν ξύπνησε. Έσκυψε κοντά του και ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά του. Όταν απομακρύνθηκε εκείνος ακόμη κοιμόταν. Έβαλε το χέρι της στο γυμνό του στήθος και τον χάιδεψε αλλά καμία αντίδραση. Αποφάσισε να μην τον ενοχλήσει άλλο αφού απ'ότι είχε καταλάβει από τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του, τις προηγούμενες μέρες δεν είχε κοιμηθεί καλά.

Έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι αλλά ο Νικόλας άπλωσε το χέρι του, έπιασε το δικό της και την τράβηξε κοντά του.  Έπεσε πάνω στο στήθος του ξαφνιασμένη: " Δεν κοιμάσαι;"

Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε πονηρά : " Περίμενα να δω μέχρι που θα φτάσεις αλλά δυστυχώς παραιτήθηκες πολύ εύκολα." Έκανε τον απογοητευμένο.

"Είπα να σε αφήσω να κοιμηθείς αφού το χρειαζόσουν." Έβαλε τα χέρια της πάνω στο στήθος του και του χαμογέλασε.

"Το μόνο που χρειάζομαι στην ζωή μου είσαι εσύ." Την έσφιξε επάνω του και η Ιφιγένεια έσκυψε να τον φιλήσει. Τελικά ξέχασε την προσπάθειά της να εγκαταλείψει το κρεβάτι.


Πολύ αργότερα ο Νικόλας έφυγε για την δουλειά ενώ εκείνη έμεινε στο σπίτι να περιμένει  την Έλενα  που μόλις έμαθε οτι είχε επιστρέψει πέταξε από την χαρά της. Όταν άκουσε το κουδούνι υπέθεσε οτι έφτασε η φίλη της και άνοιξε την πόρτα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη αλλά το χαμόγελό της έσβησε όταν είδε τον Μάρκο και την σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπό του.

"Μάρκο, επέστρεψες;" Αν και με τον Μάρκο ήταν φίλοι πολλά χρόνια, αυτή την φορά αισθανόταν αισθανόταν άβολα κοντά του.

"Ναι γύρισα. Μπορούμε να μιλήσουμε;" Το καταρρακωμένο πρόσωπο του Μάρκου δεν της επέτρεψε να του αρνηθεί.

"Πέρασε." Έκανε στην άκρη για να του επιτρέψει να μπει στο σπίτι.

Ο Μάρκος πήγε και κάθισε στο σαλόνι με τα μάτια σκοτεινιασμένα.

"Να σου φέρω κάτι να πιεις;"

"Όχι, ευχαριστώ. "

Η Ιφιγένεια πήγε και κάθισε απέναντί του και τον ρώτησε με ενδιαφέρον : " Μάρκο, τι έγινε ; Γιατί είσαι έτσι;"

ΦΗΜΕΣWhere stories live. Discover now