Κεφάλαιο 42

5.2K 519 33
                                    

Η Ιφιγένεια βγήκε από το πλοίο και κοίταξε το τοπίο γύρω της. Κάθε φορά που έβγαινε στο λιμάνι της Σαντορίνης αισθανόταν δέος αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να το απολαύσει. Είχε συνεννοηθεί με τον ξενοδόχο να στείλει αυτοκίνητο για να την παραλάβει από το λιμάνι και έτσι ένας χαμογελαστός μεσήλικας άντρας την πλησίασε και την ρώτησε: "Η κυρία Μαυρωνάκη;"

Του χαμογέλασε και εκείνη: " Ναι, εγώ είμαι."

Καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε τον φιδογυριστό δρόμο που ανέβαινε την απότομη πλαγιά η Ιφιγένεια κοίταζε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο. Η μέρα είχε ξημερώσει μελαγχολική. Τα σύννεφά κάλυπταν τον ήλιο και η θάλασσα είχε πάρει ένα πένθιμο γκρι χρώμα.

Όταν έφτασαν  στο όμορφο ξενοδοχείο με το χαρακτηριστικό χρώμα, που βρισκόταν στο Φηροστεφάνι, ο άντρας πήγε αμέσως τα πράγματά της στο δωμάτιό της. Όταν εκείνος έφυγε η Ιφιγένεια βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε γύρω της μελαγχολικά. Τα γέλια ενός ζευγαριού λίγο πιο πέρα την έκαναν να κοιτάξει προς τα εκεί. Όταν είδε έναν νεαρό άντρα να κρατάει στην αγκαλιά του την γυναίκα ή την κοπέλα του τρυφερά η καρδιά της μάτωσε.

'Γιατί στεναχωριέσαι; Από την αρχή ήξερες οτι ο Νικόλας δεν θα μπορούσε να μείνει πιστός. Εσύ φταις που πονάς τώρα.' Η φωνή της συνείδησής της  την ενόχλησε. Αναστέναξε και μπήκε στο δωμάτιο. Αφού έκανε ένα ντουζ και άλλαξε ρούχα έβγαλε το τηλέφωνό της από την τσάντα της και το ενεργοποίησε. Οι κλήσεις άρχισαν να ερχονται η μία μετά την άλλη. Πολύς κόσμος την έψαχνε αλλά εκείνη δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα. Στο δωμάτιό του πατρικού της πριν φύγει είχε αφήσει ένα σημείωμα που εξηγούσε στους γονείς ότι θα πήγαινε διακοπές για λίγες εβδομάδες. Το δικαιούνταν αφού μετά την σχολή και το μεταπτυχιακό έπιασε κατευθείαν δουλειά.

Δεκαπέντε ήταν μόνο οι κλήσεις από τον Νικόλα σε όλη την διάρκεια της νύχτας. Η μητέρα της την είχε καλέσει πέντε φορές από νωρίς το πρωί και η Έλενα άλλες τρεις.

Πήρε την τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιο. Ήθελε να περπατήσει.


Ο Νικόλας δεν είχε κλείσει μάτι όλη την νύχτα και μόλις ξημέρωσε περίμενε λίγο και μετά έφυγε για το σπίτι της Ιφιγένειας. Ήταν νωρίς ακόμη αλλά δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να της μιλήσει.

Η μητέρα της Ιφιγένειας του άνοιξε την πόρτα. Για πρώτη φορά από όταν την γνώρισε εκείνη δεν του χαμογέλασε αλλά τον άφησε να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού.

ΦΗΜΕΣWhere stories live. Discover now